Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΑΝΔΡΩΝ ΑΛΗΘΙΝΩΝ



Αφιερωμένο στον Τάσο από το Διδυμότειχο, στον Γιάννη τον Κουτρούλη που ήταν εκεί, σε όλους τους άντρες της πυροσβεστικής και των ΕΜΑΚ, και σε όλους τους Άντρες με κεφαλαίο άλφα*.



Πριν πέντε σχεδόν χρόνια είχα ένα ορειβατικό ατύχημα. Υποσχέθηκα τότε να σας διηγηθώ τα καθέκαστα κάποια στιγμή, πλην όμως η στιγμή αυτή δεν ήλθε ποτέ. Στην αρχή το σοκ ήταν ακόμη πολύ πρόσφατο, ύστερα ο καιρός πέρασε και το θέμα ξεχάστηκε, ή μάλλον το απώθησα. Μου το θύμισε όμως, κατά παράξενο τρόπο, το πρόσφατο επεισόδιο με τις αγριότητες της ομάδας Δέλτα.



Τότε λοιπόν, το Μάιο του 2009, μετά το πέσιμο, έμεινα κουρνιασμένη σε μια προεξοχή του βράχου για τρεις-τέσσερις ώρες, μέχρι που ήρθαν οι διασώστες. Η φίλη με την οποία είχα πάει για ορειβασία και η οποία βρισκόταν ακόμη πάνω στο μονοπάτι είχε καλέσει από το κινητό της το 199. (Για την ακρίβεια κάλεσε πρώτα το 100, τον πρώτο αριθμό που της ήλθε στο μυαλό ως «αριθμός έκτακτης ανάγκης», και η κοπέλα που την εξυπηρέτησε της είπε ότι έπρεπε να κλείσει και να ξανακαλέσει, πράγμα το οποίο και αναγκάστηκε τελικά να κάνει – ας μην επεκταθούμε τώρα στο πώς διαχειρίστηκε η κοπελιά του 100 μια επείγουσα κλήση από ένα βουνό που ενημέρωνε για ένα ατύχημα: να κλείσει και να ξανακαλέσει; Κι αν δεν της έφτανε η μπαταρία; Κι αν της τελείωναν οι μονάδες; Κι αν της έπεφτε το κινητό απ’ τα χέρια; Κι αν, κι αν, κι αν... σου λένε ότι ένας άνθρωπος έπεσε σε ένα γκρεμό και εσύ ενημερώνεις ότι πρέπει να καλέσουν άλλη αρμόδια υπηρεσία, αντί να συνδέσεις άμεσα; Τι είπατε, δεν προβλέπεται από την υπηρεσία; ... Είπαμε, ας μην επεκταθούμε).



Καθόμουν λοιπόν στην αητοφωλιά μου και περίμενα, όταν πρόβαλε πάνω από έναν κοντινό βράχο ο πρώτος διασώστης. Μάλλον κοντός, μεσήλικας, κάπως γεμάτος, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ήταν ο ωραιότερος άντρας που είδα στη ζωή μου. Μόλις με εντόπισε κατευθύνθηκε προς το μέρος μου με σίγουρα βήματα, περνώντας από το σημείο όπου εγώ δεν είχα καταφέρει να περάσω και είχα γκρεμοτσακιστεί. Η έκφρασή του, το χαμόγελό του, όλη του η στάση απέπνεε σιγουριά και ενέπνεε εμπιστοσύνη. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήμουν σοβαρά τραυματισμένη και ότι μπορούσα να περπατήσω, με έδεσε από τη μέση με ένα σχοινί που κρατούσαν οι άλλοι επάνω, με έπιασε από το χέρι και μου είπε να ανέβουμε. Αποκλείεται, του λέω, δεν μπορώ. Μπορείς, μου απάντησε, ήσυχα και χαμογελαστά. Και πράγματι μπόρεσα. Έκανα ανάποδα την ίδια διαδρομή, περνώντας πάλι από το σημείο όπου είχα πέσει. Και μπόρεσα. Με κρατούσαν από το χέρι, ένας πίσω, ένας μπροστά. Οι υπόλοιποι, πέντε ή έξι άτομα ακόμη, βρίσκονταν σε διάφορα σημεία, κρατώντας το σχοινί ή παρακολουθώντας, σε ετοιμότητα.



Σε λίγα λεπτά βρισκόμουν πάλι στην ασφάλεια του μονοπατιού. Ύστερα ξεκινήσαμε όλοι μαζί τη διαδρομή της επιστροφής. Σε πολλά σημεία τα γόνατά μου έτρεμαν, αλλά πάντοτε κάποιος με στήριζε και με εμψύχωνε. Μιάμιση ώρα αργότερα φτάσαμε εκεί όπου είχαν αφήσει τα αυτοκίνητα. Σε όλη τη διαδρομή ένιωθα ασφαλής και προστατευμένη. Όλη την ώρα είχα την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν τι έκαναν και το έκαναν καλά. Ούτε στιγμή δεν ένιωσα ότι με αντιμετώπιζαν συγκαταβατικά ή υποτιμητικά, κάτι που στο κάτω-κάτω δεν θα ήταν και τόσο παράξενο: μια χαζοβιόλα που πήρε τα βουνά και γκρεμοτσακίστηκε, στη λάθος διαδρομή με το λάθος τρόπο και τα λάθος παπούτσια, αναγκάζοντάς τους να ξεκουβαληθούν κυριακάτικα από την Πάτρα ή το Κιάτο ή όπου βρίσκονταν, να ανέβουν με το αμάξι στο Χελμό ως εκεί που τους έπαιρνε και μετά μια-δυο ώρες μονοπάτι ώσπου να φτάσουν εκεί που ήμουν, και φυσικά άλλο τόσο για να επιστρέψουν. Κι όμως κανείς δεν βαρυγκόμησε, ούτε στιγμή, ούτε στο ελάχιστο. Όλοι τους ήταν ευγενικοί, υποστηρικτικοί και αποτελεσματικοί. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ήθος.



Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το ήθος αυτό οφείλεται εν μέρει στην προσωπικότητα του καθενός από αυτούς: δεν διαλέγει ο καθένας να γίνει πυροσβέστης ή διασώστης. Όμως για να έχουν όλοι τους τέτοια στάση και συμπεριφορά, είναι επίσης λογικό να υποθέσουμε ότι η εκπαίδευσή τους καλλιεργεί το ήθος τους, πράγμα απαραίτητο για να φέρουν σε πέρας σωστά το λειτούργημά τους: την προστασία του πολίτη.



Στην ταινία Ο φύλακας (The guardian), ο Κέβιν Κόστνερ σε ρόλο εκπαιδευτή διασώστη δύτη λέει κάποια στιγμή την εξής φράση στους εκπαιδευόμενους: «Όταν είσαι μέσα στο νερό, η μόνη σου διαφορά από το θύμα είναι η ψυχολογία σου.» ίσως να μην είναι απόλυτα αλήθεια – οι γνώσεις και η άσκηση σίγουρα είναι μια άλλη διαφορά – ωστόσο είναι γεγονός ότι η ψυχολογία είναι το άλφα και το ωμέγα, όπως διαπίστωσα στο ίδιο το πετσί μου, όταν χάρη στην εμψύχωση του διασώστη διέσχισα βαδίζοντας τα λίγες δεκάδες μέτρα που με χώριζαν από το μονοπάτι και που νωρίτερα είχα αποτύχει επανειλημμένα να διασχίσω μόνη μου.



Τι κάνει λοιπόν τη διαφορά ανάμεσα στο αντράκι και τον άντρα, ανάμεσα στον άντρα με μικρό και στον Άντρα με κεφαλαίο; Η σωστή ψυχολογία, το ήθος, η ανδρεία. Αυτά ακριβώς που λείπουν από τους ψευτοπαλικαράδες της ομάδας Δέλτα, οι οποίοι προφανώς συγχέουν την ανδρεία με το αντριλίκι, και ταυτίζουν το αντριλίκι με τον τραμπουκισμό. Ποιος φταίει όμως γι’ αυτό; Οι ίδιοι σίγουρα, αλλά μήπως και οι ανώτεροί τους; Οι προϊστάμενοί τους; Οι εκπαιδευτές τους; Η δομή του συστήματος που στην καλύτερη περίπτωση τους επέτρεψε και στη χειρότερη τους προέτρεψε να γίνουν ασύδοτοι;



Αν είναι εφικτό να έχουμε Άντρες στην πυροσβεστική, προφανώς είναι εξίσου εφικτό να έχουμε Άντρες και στην αστυνομία, το στρατό, τα ΜΑΤ, τις ομάδες Δέλτα... αν δεν έχουμε, προφανώς είναι επειδή δεν θέλουμε.



Κάπου είχα ακούσει το εξής: «Κάθε μαλάκας μπορεί να σπείρει ένα παιδί, αλλά μόνο ένας αληθινός άντρας μπορεί να γίνει πατέρας». Στο ίδιο πνεύμα θα έλεγα: «Κάθε μαλάκας μπορεί να σπείρει το φόβο, αλλά μόνο ένας αληθινός άντρας μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη.»



Αφιερωμένο εξαιρετικά:



* Για να μην αρχίσουμε τα χαζοφεμινιστικά, να επισημάνω ότι προφανώς οι Άντρες με κεφαλαίο Α μπορεί να είναι και γυναίκες, σίγουρα όμως ΔΕΝ μπορεί να είναι τραμπούκοι.