Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού


Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε ως ομιλία στα πλαίσια ενός κύκλου έξι ομιλιών με θέμα των αθεϊσμό που πραγματοποίησε η Ένωση Αθέων στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Nosotros. Ορισμένα τμήματα του κειμένου παραλείφθηκαν στην ομιλία για λόγους χρόνου. Τα συμπεριέλαβα στο άρθρο μέσα σε spoiler, ώστε να μπορούν να διαβαστούν κατά βούληση.
Η έννοια της εκκοσμίκευσης, του αθεϊσμού, της αθρησκείας και της ανεξιθρησκείας. Πώς ο αθεϊσμός συνδέεται με την εκκοσμικευμένη κοινωνία και πώς η κοινωνία επηρεάζει την έκφραση του αθεϊσμού. Αλληλεπίδραση αθεϊσμού και εκκοσμίκευσης με διάφορες ιδεολογίες.


Θα αρχίσω με ένα παράθεμα από το έργο «Ἡ μεταμόρφωση ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή: Μιά ἰδιαίτερη περίπτωση ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς» του Θανάση Παπαθανασίου, διδάκτορα θεολογίας, καθηγητού της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και αρχισυντάκτη του περιοδικού «Σύναξη».

Έχει καθιερωθεί εκκοσμίκευση να σημαίνει εκείνο τον προσανατολισμό ο οποίος ερμηνεύει την πραγματικότητα και δομεί τον ανθρώπινο βίο δίχως να αντλεί κανονιστικές αρχές από οιαδήποτε πίστη σε θεό ή από την αποδοχή οιασδήποτε μεταφυσικής αναφοράς.

Από χριστιανικής σκοπιάς αυτό θα μπορούσε εν ολίγοις να οριστεί ως προσπάθεια του κόσμου να αντλήσει νόημα από τον εαυτό του. Μια καθαρή και γνήσια εκκοσμίκευση, λοιπόν, θα ήταν συνεπής με τον εαυτό της αν έφτανε  να ταυτίσει τον εαυτό της με έναν καθαρό και κυριολεκτικό αθεϊσμό.

Άποψη η οποία, οφείλω να πω, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.

Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά την έννοια της εκκοσμίκευσης καθώς και άλλες έννοιες που συνδέονται με αυτήν και την επηρεάζουν.

Εκκοσμίκευση

Εκκοσμίκευση ονομάζεται η χειραφέτηση της σκέψης, της συμπεριφοράς, των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού από τη θρησκευτική πίστη, τους θρησκευτικούς θεσμούς και τα θρησκευτικά σύμβολα. Η εκκοσμίκευση διακρίνεται σε αντικειμενική εκκοσμίκευση, η οποία αφορά τους κοινωνικούς θεσμούς και τον πολιτισμό, και υποκειμενική εκκοσμίκευση, που αφορά τη συνείδηση και το φρόνημα του ατόμου.

Έχουμε συνηθίσει, ιδίως τα τελευταία χρόνια, όταν βλέπουμε τη λέξη «εκκοσμίκευση», φερ’ ειπείν στον τύπο, να τη συνδέουμε με την εκκοσμίκευση των κρατικών θεσμών, δηλαδή με το διαχωρισμό εκκλησίας κράτους. Όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι η εκκοσμίκευση είναι επίσης μια διεργασία πρωτίστως συνειδησιακή, ατομική και εσωτερική. Η ατομική εκκοσμίκευση μεγάλου μέρος του πληθυσμού μιας κοινωνίας είναι ικανή προϋπόθεση για την εκκοσμίκευση του κράτους, δεν είναι όμως και αναγκαία. Επιπλέον, αντίθετα με ότι ίσως θα περίμενε κανείς, η εκκοσμίκευση του κράτους δεν συνεπάγεται πάντοτε την εκκοσμίκευση της κοινωνίας, ούτε την ατομική εκκοσμίκευση του μεγαλύτερου μέρους των πολιτών.

Ο Χοσέ Καζανόβα (José Casanova), καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Georgetown των ΗΠΑ και παγκοσμίου κύρους ειδικός στην κοινωνιολογία της θρησκείας, στο άρθρο του «Επανεξέταση της εκκοσμίκευσης (Rethinking secularization)» , γράφει:

Η σταδιακή αποδυνάμωση της θεσμικά κατοχυρωμένης χριστιανικής θρησκείας στην Ευρώπη είναι μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική πραγματικότητα. Από τη δεκαετία του 1960 μια αυξανόμενη πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού έπαυσε να συμμετέχει τακτικά στην παραδοσιακή θρησκευτική πρακτική, ενώ εξακολουθούν να διατηρούν σχετικά υψηλά επίπεδα ατομικής θρησκευτικότητας. Η Grace Davie χαρακτήρισε αυτή τη γενική κατάσταση στην Ευρώπη ως "πίστη χωρίς ένταξη (believing without belonging)". Ταυτόχρονα, όμως, μεγάλος αριθμός των Ευρωπαίων, ακόμα και στις πιο κοσμικές χώρες, αυτοπροσδιορίζονται ακόμα ως «Χριστιανοί», που παραπέμπει σε μια σιωπηρή, διάχυτη, υποκείμενη χριστιανική πολιτιστική ταυτότητα. Η Danièle Hervieu-Léger πρότεινε το αντίθετο χαρακτηρισμό της κατάστασης στην Ευρώπη, «ένταξη χωρίς πίστη (belonging without believing)». Η "κοσμική" και η "χριστιανική" πολιτιστική ταυτότητα διαπλέκεται με πολύπλοκους και άρρητους τρόπους στους περισσότερους Ευρωπαίους.

Οι παραδοσιακές εξηγήσεις της Ευρωπαϊκής εκκοσμίκευσης, με αναφορά στη θεσμική διαφοροποίηση, τον ανερχόμενο ορθολογισμό, ή τον αυξανόμενο ατομισμό, δεν είναι πειστικές, διότι σε άλλες σύγχρονες κοινωνίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν παρατηρούνται παρόμοια επίπεδα μείωσης της θρησκευτικότητας. Η εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί όχι στις γενικές διαδικασίες του εκσυγχρονισμού, αλλά συγκεκριμένα στις ευρωπαϊκές ιστορικές εξελίξεις.

Η πιο ουσιαστική ερώτηση στην Ευρώπη, και το κλειδί της επεξήγησης του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ευρωπαϊκής εκκοσμίκευσης, είναι το γιατί οι εθνικές εκκλησίες, από τη στιγμή που παραχώρησαν στο κοσμικό έθνος-κράτος την παραδοσιακή ιστορική λειτουργία τους ως σύμβολα κοινωνικής ενότητας (δηλαδή ως εκπρόσωποι της κοινοτικής ταυτότητας και φορείς της συλλογικής μνήμης), έχασαν στην πορεία την ιδιότητα να λειτουργούν ως θρησκείες για την ατομική σωτηρία. Κρίσιμης σημασίας είναι το ερώτημα γιατί τα άτομα στην Ευρώπη, από τη στιγμή που έχασαν την πίστη στις εθνικές εκκλησίες τους, δεν έκαναν τον κόπο να αναζητήσουν εναλλακτικές.

Στη ρίζα του ζητήματος βρίσκεται η τάση σύνδεσης της διαδικασίας της εκκοσμίκευσης με τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Η μείωση της θρησκευτικότητας ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του ιδανικού της εκκοσμίκευσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται φυσιολογική και προοδευτική, φυσική συνέπεια του να είναι κανείς μοντέρνος και διαφωτισμένος Ευρωπαίος. Αντίθετα, το πρότυπο του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους όπως κωδικοποιήθηκε στην Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, δόμησε το μοναδικό πρότυπο του αμερικανικού θρησκευτικού πλουραλισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ τους εθνική εκκλησία. Όλες οι θρησκείες στην Αμερική, εκκλησίες καθώς και αιρέσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, τους δογματικούς ισχυρισμούς, και την εκκλησιαστική τους ταυτότητα, μετατράπηκαν σε ισότιμα θρησκεύματα, επισήμως ίσα βάσει Συντάγματος και ο ανταγωνιζόμενα σε μια σχετικά ελεύθερη και πλουραλιστική θρησκευτική αγορά.

Αρχικά, η ποικιλομορφία και η ισότητα θεσμοθετήθηκε μόνο ως εσωτερικός θρησκευτικός πλουραλισμός του αμερικανικού Προτεσταντισμού. Η Αμερική ορίστηκε ως «χριστιανικό» έθνος, όπου «χριστιανικό» σήμαινε αποκλειστικά «προτεσταντικό». Τελικά όμως, ενσωματώθηκαν επίσης οι Καθολικοί και οι Εβραίοι στο σύστημα του αμερικανικού θρησκευτικού πλουραλισμού. Έλαβε χώρα μια διεργασία με την οποία ο Καθολικισμός και ο Ιουδαϊσμός μετατράπηκαν σε «αμερικανικές» θρησκείες, ενώ η αμερικανική θρησκεία και το έθνος μεταμορφώθηκαν στην πορεία. Η Αμερική έγινε ένα «ιουδαιο-χριστιανικό έθνος», ενώ Προτεστάντες, Καθολικοί, και Εβραίοι έγιναν τα τρία δόγματα που συνιστούν της αμερικανικής εθνικής θρησκεία.

Παρατηρούμε εδώ ότι στη διαδικασία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται άλλες θρησκείες, όπως το Ισλάμ, ο Βουδισμός ή ο ανιμισμός των ιθαγενών Αμερικανών. Ο υποτιθέμενος αυτός θρησκευτικός πλουραλισμός αφορά μόνο τις εβραϊκές και χριστιανικές ομολογίες.

Το γεγονός ότι η θρησκεία, τα θρησκευτικά ιδρύματα, και η θρησκευτική ταυτότητα έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των ευρωπαίων μεταναστών έχει επαρκώς τεκμηριωθεί από τον Will Herberg. Τόσο η διατριβή του Herberg όσο και μεταγενέστερες μελέτες διαπιστώνουν ότι οι μετανάστες έγιναν πιο θρησκευόμενοι καθώς γίνονταν πιο Αμερικανοί. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε, ως εκ τούτου, ότι  θρησκευτικότητα των μεταναστών δεν είναι απλώς ένα παραδοσιακό κατάλοιπο του Παλαιού κόσμου που ενδέχεται να εξαφανιστεί με την προσαρμογή στο νέο πλαίσιο, αλλά μάλλον μια προσαρμοστική αντίδραση στο Νέο Κόσμο. Η διατριβή δείχνει ότι οι μετανάστες τείνουν να θρησκεύονται περισσότερο λόγω της κοινωνικής πίεσης να ταιριάξουν στα αμερικανικά θρησκευτικά πρότυπα, αλλά επίσης ότι οι συλλογικές θρησκευτικές ταυτότητες ήταν πάντα ένας βασικός τρόπος δόμησης του θρησκευτικού πλουραλισμού στην αμερικανική ιστορία.

Προκειμένου για τη θρησκεία, δεν υπάρχει καθολικός κανόνας. Όλες οι θρησκείες του κόσμου μεταμορφώνονται ριζικά σήμερα, όπως και καθ' όλη την περίοδο της Ευρωπαϊκής αποικιακής επέκτασης, από τις διαδικασίες του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης. Μεταμορφώνονται όμως με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Οι κοινωνιολόγοι της θρησκείας καλά θα κάνουν να πάψουν να ασχολούνται με τη μείωση της θρησκευτικότητας και να εστιάσουν στις νέες μορφές που λαμβάνει η θρησκεία σε όλο τον κόσμο, σε τρία διαφορετικά επίπεδα: το ατομικό, το ομαδικό και το κοινωνικό.

Στο κοινωνικό επίπεδο, ο κοσμικός εθνικισμός και οι εθνικές «κοσμικές θρησκείες» θα εξακολουθήσουν να είναι φορείς συλλογικής ταυτότητας, ωστόσο οι διεργασίες της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιθανό να ενισχύσουν την επανεμφάνιση μεγάλων «παγκόσμιων θρησκειών» με τη μορφή διεθνοποιημένων νοητών θρησκευτικών κοινοτήτων (imagined religious communities). Ενδέχεται να εμφανιστούν νέες τέτοιες κοσμοπολίτικες κοινότητες, κατά πάσα πιθανότητα όμως οι πιο διαδεδομένες θα είναι και πάλι οι θρησκείες των παλαιών πολιτισμών. Είναι αρκετά απίθανο να επιτευχθεί ο περιορισμός της θρησκευτικότητας στην ιδιωτική σφαίρα, είτε από τα αυταρχικά καθεστώτα είτε από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά συστήματα. Τα αυταρχικά συστήματα ενδέχεται να έχουν μια προσωρινή επιτυχία μέσω της καταστολής, τα δημοκρατικά θα δυσκολευτούν περισσότερο. Όπως δείχνει πάντως η περίπτωση της Γαλλίας, η λαϊκότητα (laïcité) μπορεί όντως να γίνει μια ιερή συνταγματική αρχή.

Σχετικά με την αναγκαιότητα της εκκοσμίκευσης, ο Καζανόβα λεει τα εξής:

Δεν βρίσκω κανέναν επιτακτικό λόγο, σε δημοκρατική ή σε φιλελεύθερη βάση, για να αποκλείσουμε επί της αρχής τη θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα. Θα μπορούσαμε, για ρεαλιστικούς ιστορικούς λόγους, να υποστηρίξουμε την ανάγκη διαχωρισμού μεταξύ «εκκλησίας» και «κράτους», αν και δεν είμαι πλέον πεπεισμένος ότι η πλήρης διαχωρισμός είναι είτε αναγκαία είτε ικανή συνθήκη για τη δημοκρατία. [...] Όπως δείχνουν τα παραδείγματα πολλών σύγχρονων κοσμικών αυταρχικών και ολοκληρωτικών, από τη Σοβιετική Ένωση ως την Τουρκία, η απαγόρευση δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής προϋπόθεση για τη δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, πολλές χώρες με επίσημη κρατική θρησκεία, όπως η Αγγλία και οι Λουθηρανικές Σκανδιναβικές χώρες, έχουν καλό ιστορικό δημοκρατικών ελευθεριών και προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών. [...] Οι κανόνες για την προστασία από την τυραννία των θρησκευτικών πλειοψηφικών αρκεί να είναι οι ίδιοι δημοκρατικοί κανόνες που εφαρμόζονται για προστασία από την τυραννία κάθε δημοκρατικής πλειοψηφίας. Η προστασία των δικαιωμάτων της οποιασδήποτε μειονότητας, θρησκευτικής ή κοσμικής, οφείλουν να είναι βασικές κανονιστικές αρχές κάθε φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος. Κατ' αρχήν δεν θα πρέπει να χρειάζεται καμία επιπλέον ειδική αρχή ή νομοθεσία περί κοσμικότητας. Αλλά στην πράξη, ιστορικά και ρεαλιστικά, ίσως είναι απαραίτητο να απεξαρτηθούν τα κράτη από εκκλησιαστικά ιδρύματα που αξιώνουν είτε μονοπωλιακά δικαιώματα είτε συγκεκριμένα προνόμια, και να εφαρμοστούν συνταγματικά και μερικές φορές και έκτακτα μέτρα για να αποδυναμώσουν παγιωμένες τυραννικές πλειοψηφίες.

Μπορώ να πω ότι συμφωνώ κι εγώ επί της αρχής με τον Καζανόβα: δεν θα έπρεπε να είναι απαραίτητο να γίνει ρητή θεσμική αναφορά στον αποκλεισμό της θρησκείας από την πολιτεία. Ωστόσο, δεδομένης όχι μόνο της ιστορικής πραγματικότητας αλλά και της φύσης της θρησκείας, θεωρώ ότι είναι και θα είναι πάντα απαραίτητο. Αυτό επειδή οι περισσότερες θρησκείες – και κατά κύριο λόγο οι αβραμικές, οι οποίες έχουν και τη μεγαλύτερη παράδοση εμπλοκής με την κρατική εξουσία – παρουσιάζουν το δόγμα τους ως την υψηλότερη δυνατή αξία. Το γεγονός αυτό δεν είναι διόλου ανώδυνο: δημιουργεί στους πιστούς την βαθιά συγκινησιακή αίσθηση ότι το πρώτο και υψηλότερο καθήκον τους είναι προς τη θρησκεία τους και όχι προς την πολιτεία ή προς τον συνάνθρωπό τους.

Γράφει ακόμη ο Καζανόβα:

Η εκκοσμίκευση δεν έχει εφαρμογή σε θρησκείες όπως ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, στο βαθμό που δεν χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση με τον «κόσμο», στο βαθμό που το μοντέλο υπερβατικότητας που προτείνουν δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «θρησκευτικό» και εφόσον δεν έχουν εκκλησιαστική οργάνωση. Κατά μία έννοια, οι θρησκείες που υπήρξαν πάντα "κοσμικές" και "λαϊκές" δεν χρειάζεται να υποβληθούν σε μια διαδικασία εκκοσμίκευσης.

Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, το θέμα της εκκοσμίκευσης αγγίζει όλες τις θρησκείες και όλες τις μεταφυσικές πεποιθήσεις γενικότερα. Αυτό διότι κάθε μας πεποίθηση επηρεάζει τις πράξεις μας και τη στάση ζωή μας. Ένας Ιάπωνας σιντοϊστής, φερ’ ειπείν, ενδέχεται να αρνηθεί τη δωρεά οργάνων σώματος, προκειμένου να μην διαταράξει το πνεύμα του νεκρού. Η απόφαση αυτή έχει συνέπειες σε κοινωνικό επίπεδο, αν δε η νοοτροπία αυτή επιτραπεί να εισχωρήσει και στους θεσμούς της πολιτείας, γίνεται άμεσα κατανοητό ότι οι συνέπειες αυτές θα είναι κατά πολύ ευρύτερες.

Δεν υπάρχει λοιπόν θρησκεία η μεταφυσική πεποίθηση που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του ανθρωπισμού και που να μπορεί να εξαιρεθεί από την αναγκαιότητα της εκκοσμίκευσης, τουλάχιστον σε πολιτειακό και κοινωνικό επίπεδο.



Κοσμικισμός

Κοσμικισμός ή σεκουλαρισμός ονομάζεται η άποψη πως το κράτος και κάθε άλλη κοινωνική οντότητα πρέπει να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τους διάφορους θρησκευτικούς θεσμούς και πεποιθήσεις. Ο κοσμικισμός διεκδικεί το δικαίωμα του θρησκευτικού αποχρωματισμού κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, δηλαδή τον πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους

Αν και συχνά ο όρος κοσμικισμός συγχέεται με αυτόν της εκκοσμίκευσης, ο κοσμικισμός αναφέρεται κυρίως στην ιδέα πως η θρησκεία δεν πρέπει να έχει καθόλου επιρροή στους κοινωνικούς θεσμούς, ενώ η εκκοσμίκευση αναφέρεται στην κοινωνική διαδικασία μετατροπής μίας κοινωνίας σε άθρησκη, δηλαδή στην εφαρμογή του κοσμικισμού στην πράξη.

Το κεντρικό σκεπτικό του κοσμικισμού είναι η άποψη πως οι ανθρώπινες πράξεις και αποφάσεις, κυρίως οι πολιτικές, πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία και γεγονότα καθώς και σε καθολικά αποδεκτές αρχές και αξίες. Οι διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν έχουν αντικειμενικό έρεισμα αλλά βασίζονται σε ένα εξ αποκαλύψεως δόγμα του οποίου η ορθότητα δεν τίθεται υπό συζήτηση και επιπλέον διαφέρουν από θρήσκευμα σε θρήσκευμα. Συνεπώς δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για συγκρότηση μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν έχουν καθολική αποδοχή και η υιοθέτηση οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης εκ των πραγμάτων στην καλύτερη περίπτωση παραγκωνίζει και στη χειρότερη καταπιέζει ή και καταδιώκει όλες τις άλλες. Η επιρροή των θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες, είτε γίνεται εσκεμμένα και ιδιοτελώς από διάφορους θρησκευτικούς οργανισμούς είτε γίνεται ασυναίσθητα και καλοπροαίρετα από κρατικούς και κοινωνικούς λειτουργούς που πρόσκεινται σε συγκεκριμένα θρησκεύματα, αλλοτριώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και οδηγεί σε φαινόμενα κρατικών λειτουργών που προτάσσουν τη θρησκευτική πίστη τους έναντι των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους προς την πολιτεία και έναντι των ευθυνών τους προς τους συμπολίτες τους.



Όπως αναφέρει η Πηνελόπη Φουντεδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, στο άρθρο της «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο» (περιοδικό Το Σύνταγμα, τ.4-5/2000), κοινό χαρακτηριστικό των δύο πόλων του ζεύγματος εκκλησία-κράτος είναι η εξουσία και κοινό πεδίο διεκδίκησης ο δημόσιος χώρος. [Ο José Casanova, καθηγητής κοινωνιολογίας της θρησκείας στο πανεπιστήμιο του Georgetown, στο βιβλίο του Public Religions in the Modern World, υπογραμμίζει την εμμονή των εκκλησιών στη διεκδίκηση του δημόσιου πεδίου.] Η αποσύνδεση του κράτους από την εκκλησία σε επίπεδο συνταγματικών προβλέψεων αλλά και στο επίπεδο της εφαρμογής τους στην πράξη δεν είναι ούτε απλή ούτε αναίμακτη· οι λόγοι είναι αρκετοί, με σημαντικότερους τους εξής:

Πρώτος λόγος είναι η εξ ορισμού διαφορετικότητα μεταξύ των δύο. Το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, ενώ οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης. Παρατηρείται, συνεπώς, αφ' ενός η υιοθέτηση διαφορετικών αξιών από τμήματα της κοινωνίας με τη στήριξη του κράτους, αφ' ετέρου εκδηλώσεις μη σεβασμού της διαφορετικής άποψης με τη στήριξη της εκκλησιαστικής πλευράς.

Δεύτερος λόγος είναι η διαφορά του σκοπού στη δράση των δύο. Κάθε θρησκεία στοχεύει στη διατήρηση και αύξηση των πιστών της και στην προστασία των δογμάτων της, ενώ το σύγχρονο κράτος έχει σκοπό να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας συνείδησης των πολιτών του σε συνδυασμό με την ανοχή, που υπαγορεύεται και από τις νέες δομές των πολυπολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Ακριβώς αυτοί οι δύο λόγοι που αναφέρει η Φουντεδάκη είναι, κατά τη γνώμη μου, οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η πλήρης απεμπλοκή θρησκείας και πολιτείας, δηλαδή η εκκοσμίκευση του κράτους.



Θρησκευτικές πεποιθήσεις

Προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση της εκκοσμίκευσης με τις διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις ή την απουσία τους, καλό θα ήταν να έχουμε μια σαφή εικόνα των κατηγοριοποιήσεων που υπάρχουν στη θεώρηση του ζητήματος του θεού.

Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστές (ή άθεους).

Όσον αφορά την γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.

Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκους και άθρησκους.

Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Μην πάμε μακριά, η Ελλάδα είναι γεμάτη τέτοιους. Ένας καλός φίλος μου δηλώνει «ορθοδόξως άθεος» και είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.

Η Ευδοκία Ψαρρά, γραμματέας της Έν.Α., έγραψε στο φόρουμ «Αθεΐα»: «Ποτέ δεν ήταν δύσκολο για τον χριστιανό να διαχωρίσει την θρησκεία από την εκκλησία στο μυαλό του. Από την άλλη του ήταν πάντα δύσκολο να διαχωρίσει τη θρησκεία από το κράτος και το έθνος.”

Πράγματι, η πλειοψηφία των Ελλήνων που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι καταφέρονται συχνά εναντίον της Εκκλησίας, της διαφθοράς και της υποκρισίας που διακρίνει τον κλήρο, όταν όμως παρατηρήσει κανείς ότι με τη στάση ζωής τους στηρίζουν αυτήν την ίδια εκκλησία που κατηγορούν, αμέσως υπερασπίζονται τη θέση τους ισχυριζόμενοι ότι «άλλο θρησκεία και άλλο εκκλησία». Θα περίμενε κανείς κατόπιν τούτου να έχουν μια πνευματική σχέση με τη θρησκεία, παρακάμπτοντας τους κατά γενική παραδοχή ανάξιους λειτουργούς της στην επικοινωνία τους με το θείο. Αντίθετα βλέπουμε να μην έχουν καθόλου πνευματική ζωή και να σχετίζονται με τους λειτουργούς της θρησκείας καθαρά επιφανειακά και εργολαβικά, χρησιμοποιώντας τους αποκλειστικά ως τελετάρχες σε γάμους, κηδείες, βαπτίσεις (που τις αντιμετωπίζουν ως ονοματοδοσίες και όχι ως μυήσεις), καθώς και στο άναμμα της λαμπάδας και τους ψαλμούς της αναστάσεως επί ένα δεκάλεπτο.

Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.

Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.

Αθρησκεία ονομάζεται η μη ένταξη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ένας άθρησκος ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό. Μπορεί να συνδυάζεται με αντιθρησκευτικότητα, αλλά όχι αναγκαστικά.

Η αντιθρησκευτικότητα ή αντιθεϊσμός είναι η εχθρική και επιθετική στάση απέναντι στη θρησκευτική πίστη και ιδιαίτερα απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία και τους θρησκευτικούς οργανισμούς. Ενδέχεται να πηγάζει από μια πολιτική ιδεολογία όσο και από μια υλιστική ή σκεπτικιστική φιλοσοφική θεώρηση.

Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού. Είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες, και περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων, ο αθεϊσμός ταυτίζεται με τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.

Προσωπικά προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη άθεος για να προσδιορίσω το άτομο που απλώς δεν τρέφει πίστη σε θεότητες, είτε έχει καταλήξει στη θέση αυτή μετά από προβληματισμό είτε όχι, και τη λέξη αθεϊστής για δηλώσω το άτομο που έχει διερευνήσει το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων και έχει καταλήξει συνειδητά στην άποψη ότι δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο τέτοιας ύπαρξης ούτε κανένας λόγος να δεχτούμε την ύπαρξη αυτή άνευ τεκμηρίων. Κάνω δηλαδή μια λίγο έως πολύ αυθαίρετη διάκριση μεταξύ της αθεΐας ως κατάστασης, και του αθεΐσμού ως ιδεολογίας, με αφορμή κυρίως αυτήν την κατάληξη –ισμός που κατά κανόνα παραπέμπει σε ιδεολογία, αλλά και την αναγκαιότητα διάκρισης των συνειδητών άθεων (αθεϊστών, κατ’ εμέ) από τους μη συνειδητούς.

Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ στα 1869 και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψουν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.

Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου, είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα «υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:

Ισχυρός αγνωστικισμός  (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.

Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.

Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.

Περισσότερα για τον αγνωστικισμό:
Πρώτος αγνωστικιστής της ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας. Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, απάντησε: "Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής". Τα λόγια αυτά περιέχουν τον πυρήνα του αγνωστικισμού, την πεποίθηση δηλαδή ότι το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων είτε είναι εγγενώς ανεξιχνίαστο είτε η διερεύνησή του ξεφεύγει από τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Οι απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ φαίνεται να εκφράζουν περισσότερο μια ξεκάθαρα αθεϊστική παρά μια αγνωστικιστική θέση: «Την αθανασία του ανθρώπου ούτε την βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανένα λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανένα τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. [...] Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω.»

«Δεν είχα ποτέ μου έστω και ελάχιστη συμπάθεια για την a priori επιχειρηματολογία κατά της ορθοδοξίας, και τρέφω από τη φύση και το χαρακτήρα μου τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπάθεια προς την όλη σχολή των αθεϊστών και των απίστων. Εντούτοις γνωρίζω ότι είμαι, παρά τις ενστάσεις μου, αυτό ακριβώς που ένας Χριστιανός θα αποκαλούσε, και δικαιολογημένα απ' όσο μπορώ να δω, αθεϊστή και άπιστο. Δεν μπορώ να διακρίνω μια σκιά ή έστω μια υπόνοια αποδείξεως ότι το μεγάλο άγνωστο που υπόκειται των φαινομένων του σύμπαντος στέκεται ενώπιόν μας με τη μορφή ενός Πατέρα που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστιανισμός. Έτσι, αναφορικά με τα άλλα μεγάλα Χριστιανικά δόγματα, την αθανασία της ψυχής και τη μέλλουσα κατάσταση της ανταμοιβής και της τιμωρίας, ποιες πιθανές αντιρρήσεις μπορώ εγώ [...] να προβάλω σ' αυτά τα δόγματα; Δώστε μου μιαν αναλαμπή αποδείξεως και είμαι πρόθυμος να τα ενστερνιστώ με ενθουσιασμό.»

Σχετικά με την προέλευση του όρου «αγνωστικιστής» για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: "Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο ‘αγνωστικιστής’. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο ‘γνωστικιστής’ της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής. "

Μια που αναλύσαμε τόσο τον αγνωστικισμό, αξίζει ίσως να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον γνωστικισμό, ένα προχριστιανικό φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, το οποίο εντάχθηκε και εκφράστηκε και μέσα από τον Χριστιανισμό.

Το κεντρικό δόγμα περί σωτηρίας στον γνωστικισμό ισχυρίζεται ότι η θεϊκή σπίθα μέσα στους ανθρώπους ελευθερώνεται μόνο μέσω της απόκτησης γνώσης όσον αφορά το μέρος από όπου προήλθε, το πώς βρέθηκε εδώ και το πώς μπορεί να επιστρέψει εκεί. Η απελευθέρωση από αυτόν τον υλικό κόσμο, με άλλα λόγια, μπορεί να επέλθει μόνο μέσω απελευθερωτικής, μυστικιστικής Γνώσης. Αυτή η Γνώση, όμως, δεν μπορεί να αποκτηθεί με μέσα αυτού του κόσμου. Πρέπει συνεπώς να προέλθει από εξωτερική πηγή, από έναν θεϊκό λυτρωτή. Σε χριστιανικούς τύπους γνωστικισμού, ο Ιησούς Χριστός είναι εκείνος που φέρει αυτή τη γνώση.

Είναι φανερό ότι αυτή η μυστικιστική «γνώση» καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική γνώση του κόσμου, την οποία αποκτάμε μόνο με την παρατήρηση και την λογική επεξεργασία των δεδομένων και όχι μέσα από μυστικιστικές διεργασίες.

Γράφει ο Χάξλεϋ στο δοκίμιό του «Αγνωστικισμός και χριστιανισμός»: «Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν.» (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, Agnosticism and Christianity and Other Essays, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.



Σε σχέση με τη στάση που τηρούμε απέναντι στη θρησκεία, και σε ατομικό επίπεδο αλλά κυρίως σε επίπεδο κράτους, χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να αναλύσουμε λίγο την πολυσυζητημένη έννοια της ανεξιθρησκείας.

Ανεξιθρησκεία λέγεται η αναγνώριση και ανοχή του δικαιώματος του κάθε ανθρώπου είτε να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί και να θρησκεύεται ελεύθερα, κατά το δόγμα του, χωρίς περιορισμούς, είτε ακόμα και να μην πιστεύει σε καμία (αθεΐα). Στο πλαίσιο του κράτους και τις σχέσεις του με τους πολίτες η ανεξιθρησκία αποτελεί όρο του Συνταγματικού Δικαίου και δηλώνει την ανοχή του Κράτους απέναντι σε κάθε γνωστή και αναγνωρισμένη θρησκεία.

Από πολλούς η ανεξιθρησκεία θεωρείται ικανοποιητική αντιμετώπιση στο θέμα της θρησκείας και παραπάνω από επαρκής για ένα κράτος δικαίου. Ωστόσο πρέπει να γίνει καλά κατανοητό ότι η ανεξιθρησκεία συνιστά απλώς ανοχή της λατρείας των θρησκευμάτων και συχνά ούτε καν όλων, παρά μόνο των «γνωστών» ή «αναγνωρισμένων», κάτι που ισχύει και στη χώρα μας, χωρίς καν να δίνεται ορισμός του τι σημαίνει «γνωστή θρησκεία» και χωρίς να θεσπίζεται διαδικασία «αναγνώρισης» ενός θρησκεύματος. Η ανοχή στην πράξη σημαίνει απλώς ότι το κράτος δεν ασκεί δίωξη κατά κανενός θρησκεύματος και τίποτε παραπάνω. Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκείας το άτομο έχει τη δυνατότητα να ασκεί τη λατρεία της προτίμησής του, δεν μπορεί όμως να αξιώσει κανένα άλλο δικαίωμα για την ικανοποίηση της θρησκευτικής του συνείδησης, την ποία δεν σέβεται πάντοτε σε όλη της την έκταση η πολιτεία υπό το καθεστώς αυτό.

Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκείας ο πολίτης που δεν ανήκει στην επίσημη θρησκεία του κράτους αισθάνεται μειωμένος ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας, γιατί η έννοια της ανοχής δεν απέχει πολύ από την έννοια της επιείκειας και της συγγνώμης. Όπως είπε και ο Μιραμπώ κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης: «Η πιο απεριόριστη ελευθερία της θρησκείας είναι στα μάτια μου ένα δικαίωμα τόσο ιερό, ώστε η λέξη ανεξιθρησκεία που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει για να την αποδώσει, θα μου φαινόταν αυτόχρημα τυραννική, αφού η ύπαρξη μιας αρχής που ανέχεται, επιβουλεύεται συγχρόνως, με την ανοχή την ελευθερία της σκέψης, και θα ήταν δυνατόν να πάψει να ανέχεται
Περισσότερα για την ανοχή:
Παραθέτω εδώ απόσπασμα από παλιότερο άρθρο μου με τίτλο «Όχι άλλη ανοχή»:

Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό. Μιλάμε για "ανεξιθρησκεία" και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το "ανεξι-" στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την "ανεξαρτησία" που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την "ανοχή", πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες - κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.

Ανεχόμαστε τους "αλλόθρησκους", ανεχόμαστε τους "αλλοδαπούς", ανεχόμαστε κάθε τι "άλλο" και "ξένο", με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μην μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτήν την ανεκτικότητα. Οι άθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μην ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μην ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. [...]

Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους "άλλους" - γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη - και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο; [...] Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η "ανεκτικότητα" δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.


Η ανοχή, λοιπόν, δεν αρκεί. Όπως είπε και ο Ζαν Κοκτώ: «Με προσβάλλει να με ανέχονται».
Ο ακόλουθος ορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας προέρχεται από το λήμμα «ανεξιθρησκεία» της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Συγγραφέας του λήμματος είναι ο Αναστάσιος Μαρίνος, διδάκτωρ Νομικής και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, και στη βιβλιογραφία αναφέρει το έργο του Η θρησκευτική ελευθερία (Αθήνα 1972). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Μαρίνος είναι θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, κατά της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, υπέρ των υποχρεωτικών θρησκευτικών (με μορφή κατήχησης στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα), των αγιασμών και των προσευχών στα σχολεία, υπέρ της διατήρησης χριστιανικών εικονισμάτων και συμβόλων σε δικαστήρια, σχολεία και λοιπά δημόσια κτίρια.

Αντίθετα με την ανεξιθρησκεία, η θρησκευτική ελευθερία είναι δικαίωμα ατομικό και σημαίνει την παροχή νομικής εγγυήσεως εκ μέρους της πολιτείας προς κάθε άτομο ότι καθιερώνεται και θα διατηρηθεί στο μέλλον δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης κάθε προσώπου ως προς όλες τις μορφές εκδήλωσής της. Μόνον τότε κατωχυρώνεται νομικά και μάλιστα σε επίπεδο συντάγματος όχι μόνο η ελευθερία της λατρείας αλλά και η ελευθερία της συνείδησης σε όλες τις ειδικότερες εκδηλώσεις της. Το άτομο έχει αξίωση για ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής του συνείδησης, καθώς και για την ακώλυτη άσκηση της λατρείας. Η πολιτεία δεν περιορίζεται στο ρόλο του αδιάφορου θεατή, αλλά λαμβάνει θέση ενεργή, περιφρουρώντας αυτήν την ελευθερία και εγγυώμενη αυτήν.

Πραγματικά ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δηλαδή όλων ανεξαιρέτως των θρησκευμάτων καθώς και της αθρησκείας, δεν έχουμε υπό καθεστώς ανεξιθρησκείας, αλλά μόνον υπό καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας.

Αυτός είναι και ο λόγος που ως Ένωση Αθέων έχουμε συμπεριλάβει στους σκοπούς του καταστατικού μας, μεταξύ άλλων, και την προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας.



Σχέσεις πολιτείας και θρησκείας

Ανάλογα με τη σχέση της πολιτείας με τη θρησκεία και την επιρροή της στη μορφή της διακυβέρνησης το κράτος συνήθως διακρίνεται σε θεοκρατικό (ιερειοκρατικό), σε θρησκευτικό, σε κοσμικό, και σε αθεϊστικό (αντιθρησκευτικό).

Με τον όρο θεοκρατία («κράτος θεού») εννοείται εκείνο το σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο η εξουσία θεωρείται ότι απορρέει από μια θεότητα και η διακυβέρνηση γίνεται από έναν ελέω θεού μονάρχη ή από το ιερατείο της επίσημης θρησκείας του κράτους. Κατά τη γνώμη μου πιο εύστοχο θα ήταν να μιλάμε για ιερειοκρατία και όχι για θεοκρατία, μια που τη διακυβέρνηση ασκούν οι ιερείς και όχι ο θεός ή οι θεοί.

Μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θεοκρατίας και κοσμικισμού είναι το θρησκευτικό κράτος, όπου υφίσταται μεν λειτουργική σύνδεση κράτους και θρησκείας, συνήθως με τη μορφή μιας επίσημης κρατικής θρησκείας η οποία απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια σε σχέση με όλες τις άλλες, αλλά οι φορείς της κυβερνητικής εξουσίας είναι κοσμικοί.

Ιστορικά, τις πρώτες μεγάλες και ισχυρές θεοκρατίες συναντάμε στην αρχαία Αίγυπτο και άλλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής. Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στον Ιώσηπο, που τον χρησιμοποίησε για να υποδείξει την πολιτική οργάνωση των Εβραίων. Στο αρχαίο Ισραήλ ο Θεός θεωρείτο υπέρτατος κυβερνήτης των Εβραίων και οι νόμοι του αφορούσαν τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις πολιτικές υποχρεώσεις.

Κρατικός αθεϊσμός ονομάζεται η επίσημη προώθηση του αθεϊσμού από μια κυβέρνηση, συνήθως σε συνδυασμό με ενεργό περιορισμό της ελευθερίας του θρησκεύεσθαι. Ενδεχομένως να υπάρχει κρατικός αντικληρικαλισμός και περιορισμός της θεσμικής εκκλησιαστικής εξουσίας και επιρροής στη δημόσια και πολιτική ζωή, ή και της ανάμιξης της θρησκείας στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

Η στάση θα ταίριαζε καλύτερα να χαρακτηρίζεται αντιθρησκευτισμός παρά αθεϊσμός και τα κράτη αυτά αντιθρησκευτικά, δεδομένου ότι αθεϊσμός είναι η αποχή από την πίστη σε θεότητες και όχι η έχθρα και η επιθετικότητα προς τις θρησκείες.

Οι ακρότητες των χαρακτηριζόμενων ως «αθεϊστικών» κρατών σε συνδυασμό με τη η χρήση της λέξης «αθεϊστικό» στον προσδιορισμό τους, προκαλούν αρνητικές εντυπώσεις για τον αθεϊσμό και προκαλούν την εντύπωση ότι σκοπός του αθεϊσμού είναι η βίαιη καταστολή των θρησκειών. Είναι επομένως σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ του φερόμενου ως «αθεϊστικού» κράτους, το οποίο στην πραγματικότητα είναι αντιθρησκευτικό, και του αθεϊστικού κινήματος, το οποίο συνιστά απλώς ένα φιλοσοφικό και ιδεολογικό ρεύμα.

Ένας αθεϊστής δεν είναι αναγκαστικά και αντιθεϊστής ή αντίθρησκος. Οι περισσότερες σύγχρονες αθεϊστικές οργανώσεις υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση του κράτους και όχι την καταπολέμηση των θρησκειών. Ορισμένες πολιτικές ιδεολογίες είναι πιο φίλα προσκείμενες στον αθεϊσμό, ωστόσο ο αθεϊσμός δεν πρόσκειται εξ ορισμού σε καμία πολιτική ιδεολογία.
Περισσότερα για τον κρατικό αθεϊσμό:
Η πρώτη φορά που επιβλήθηκε βιαίως ο αθεϊσμός δημόσια ήταν κατά τη διάρκεια μιας σύντομης περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Παρόμοιες καταστάσεις επαναλήφθηκαν στην Επανάσταση του Μεξικού, με δίωξη της καθολικής εκκλησίας και εκτελέσεις ιερέων, ιδίως κατά τη διάρκεια της Κριστιάδα ή Πολέμου των Κριστέρος (1926-1927).

Μακρά ιστορία επιβολής του αθεϊσμού έχουμε στη Σοβιετική Ένωση, όπου ακόμη και όταν δεν γίνονταν διώξεις η θρησκεία τελούσε πάντα υπό δυσμένεια, με αποτέλεσμα όποιος επιθυμούσε να ανέλθει κοινωνικά να είναι αναγκασμένος να εμφανίζεται ως αθεϊστής και να απέχει από κάθε θρησκευτική δραστηριότητα. Η δίωξη της θρησκείας κορυφώθηκε κατά τη Σταλινική εποχή, 1929-1939.

Στην Αλβανία ο κρατικός αθεϊσμός έφτασε στα άκρα στη διάρκεια του απολυταρχικού καθεστώτος μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Οι θρησκείες θεωρήθηκαν ξένες προς τον αλβανικό πολιτισμό και απαγορεύτηκαν ολοκληρωτικά. Το 1945 κρατικοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Πολλοί κληρικοί και πιστοί δικάστηκαν βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. όλοι οι αλλοδαποί ρωμαιοκαθολικοί ιερείς και μοναχοί απελάθηκαν το 1946.

Στην Κίνα, μεταξύ 1900 και 1950, το 90% του πληθυσμού ασκούσε βουδιστικές λατρευτικές πρακτικές και σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού ήταν επηρεασμένο από τη συμβολή του Βουδισμού στην κινεζική σκέψη. Μετά την επανάσταση του 1949 ήρθε στην εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο θεωρούσε ότι η θρησκεία τελικά θα εξαφανιστεί, κατά τη μαρξιστική θεωρία, και την χαρακτήριζε έμβλημα του φεουδαρχισμού και της ξένης αποικιοκρατίας.

Στη διάρκεια της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης, ομάδες φοιτητών με την επωνυμία Κόκκινοι Φρουροί μετέτρεψαν τα θρησκευτικά κτίρια σε χώρους κοσμικής χρήσης ή τα κατέστρεψαν. Αυτή η στάση ωστόσο χαλάρωσε αρκετά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κατά την περίοδο της μεταρρύθμισης. Το Σύνταγμα του 1978 εγγυάται θρησκευτική ελευθερία, με κάποιους περιορισμούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκατάστασης Βουδιστικών και Ταοϊστικών ναών που είχαν καταστραφεί.

Στην κομμουνιστική Κούβα αρχικά υπήρχε ανοχή προς τη θρησκείας, όμως μετά την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων άρχισαν οι συλλήψεις πιστών και το κλείσιμο των θρησκευτικών σχολείων ενώ οι φυλακές μετά το 1960 γέμισαν κληρικούς. Το 1961 η κυβέρνηση κατάσχεσε τα καθολικά σχολεία, και το 1965 εξόρισε 200 ιερείς.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας έχει στόχο τον «σταδιακό υποσκελισμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων από την υλιστική επιστημονική προπαγάνδα και την πολιτιστική πρόοδο των εργατών». Από το 1976 ως το 1992, το Σύνταγμα της Κούβας περιείχε τη φράση "το σοσιαλιστικό κράτος ... βασίζει τη δραστηριότητά του και εκπαιδεύει τους πολίτες στην επιστημονική υλιστική αντίληψη του σύμπαντος." Το 1992 επιτράπηκε σε πιστούς θρησκειών να γίνουν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα αναθεώρησε το σύνταγμά της και πλέον χαρακτηρίζεται «κοσμικό» και όχι αθεϊστικό κράτος.


Το κοσμικό κράτος, αντίθετα με τα δύο παραπάνω, τηρεί επισήμως ουδέτερη στάση σε θρησκευτικά θέματα, μην υποστηρίζοντας ούτε την θρησκεία ούτε την αθρησκεία. Συνήθως υπάρχει συνταγματική δέσμευση που εξασφαλίζει την ουδετερότητα αυτή.
Περισσότερα για τα συντάγματα διαφόρων κρατών:
Ενδεικτικά αναφέρω τα συντάγματα ορισμένων κρατών:

Θεοκρατικά

Ιράν: Το Άρθρο 2 ορίζει την Ισλαμική δημοκρατία ως σύστημα βασιζόμενο στην πίστη: υπάρχει μόνο ένας Θεός, η κατανόηση της θεϊκής υπόστασης είναι θεμελιώδης για την νομοθεσία, τα ανθρώπινα όντα επιστρέφουν στον Θεό μετά θάνατον, ο Θεός είναι δίκαιος, η ηγεσία θα συνεχίσει την επανάσταση του Ισλάμ.

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα: Προοίμιο: Διακηρύσσουμε ενώπιον του Υπέρτατου και Παντοδύναμου Δημιουργού, και ενώπιον όλων των λαών, τη συμφωνία μας με τον παρόν Σύνταγμα.

Σαουδική Αραβία: Άρθρο 1: Η Βίβλος του θεού και η Σουνά του προφήτη είναι το Σύνταγμα της χώρας. Άρθρο 8: η δικαιοσύνη και η ισότητα θα ακολουθούν τους κανόνες της Σαρία.

Αίγυπτος: Άρθρο 2: “Οι αρχές του ισλαμικού νόμου είναι η κύρια πηγή της νομοθεσίας.” Με πίεση των ισλαμιστών προστέθηκε πέρυσι ένα άρθρο που ενισχύει αυτή τη σχέση και ορίζει τις “αρχές της Σαρία” με όρους της Σουνιτικής Μουσουλμανικής δικαιοδοσίας. Άρθρο 43 περί θρησκευτικής ελευθερίας: Μόνο οι πιστοί των τριών Αβραμικών θρησκειών έχουν ελευθερία λατρείας. Όλες οι άλλες θρησκείες, καθώς και οι άθρησκοι, αποκλείονται από αυτό το δικαίωμα. Άρθρο 44: Απαγορεύεται η προσβολή των Αβραμικών προφητών, χωρίς να εξηγείται πώς αυτό εξισορροπείται με το Άρθρο 45 που εγγυάται ελευθερία έκφρασης. Άρθρο 48 περί ελευθερίας του τύπου: να μην υπάρχει αντίφαση με τις αρχές στις οποίες βασίζεται το κράτος και η κοινωνία (αναφορά στις αρχές της Σαρία).

Κοσμικά

Τουρκία: Κοσμική δημοκρατία όπου η εξουσία πηγάζει από το λαό

Λίβανος: Εφαρμόζεται το σύστημα Confessionalism, δηλαδή η κατανομή αξιωμάτων ισότιμα στις διάφορες ομολογίες (χριστιανοί-μουσουλμάνοι).

ΗΠΑ: Άρθρο I – Το Κογκρέσσο δεν επιτρέπεται να καθιερώσει οποιαδήποτε θρησκεία με νόμο ή να απαγορεύσει την ελεύθερη άσκησή της. Άρθρο VI - 3:  Οι κρατικοί αξιωματούχοι ορκίζονται να τηρούν το Σύνταγμα, αλλά δεν απαιτείται θρησκευτικός έλεγχος για την ανάληψη κρατικού αξιώματος.


Γαλλία: Προοίμιο συντάγματος: αναφορά στη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη (1789), θεσμοθέτηση Γαλλίας ως κοσμικής και δημοκρατικής χώρας, όπου η εξουσία εκπορεύεται από το λαό.

Κίνα: Άρθρο 36. Οι πολίτες απολαμβάνουν ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων. Κανένα κρατικό όργανο, δημόσιος οργανισμός ή άτομο δεν επιτρέπεται να υποχρεώσει τους πολίτες να πιστέψουν ή να μην πιστέψουν οποιαδήποτε θρησκεία, ούτε επιτρέπεται να διακρίνει μεταξύ πολιτών που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία. Η πολιτεία προστατεύει τις κανονικές θρησκευτικές δραστηριότητες.

Κοσμικό ή θρησκευτικό;

Ιδιαίτερη περίπτωση συνιστά το Ισραήλ, όπου δεν υπάρχει σύνταγμα, επειδή κατά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι συντηρητική θρησκευτικοί κύκλοι αντιτέθηκαν στην ιδέα ενός εγγράφου που θα είχε μεγαλύτερη ισχύ από τα ιερά θρησκευτικά κείμενα, όπως ήταν το Ταλμούδ. Αντί συντάγματος υπάρχουν οι λεγόμενοι Βασικοί Νόμοι που ορίζουν τις λειτουργίες των εξουσιών, χωρίς αναφορά στη θρησκεία.

Χάρτης κατανομής κρατών ανάλογα με την ύπαρξη ή μη επίσημης θρησκείας

   Κράτη χωρίς επίσημη θρησκεία
   Κράτη με επίσημη θρησκεία
   Ασαφή ή άνευ δεδομένων

Περισσότερα για την κατανομή κρατών με επίσημη θρησκεία:







Χριστιανικές χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία:
Ρωμαιοκαθολικισμός
          Κόστα Ρίκα
          Λίχτενσταϊν
          Μάλτα
          Μονακό
          Βατικανό
          Αργεντινή
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
          Ελλάδα
          Γεωργία
Προτεσταντισμός
          Δανία
          Ισλανδία
Αγγλικανισμός
          Αγγλία
Ισλαμικές χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Ισλαμισμό ως επίσημη θρησκεία:
          Αφγανιστάν
          Αλγερία
          Μπαχρέιν
          Μπαγκλαντές
          Μπρουνέι
          Αίγυπτος
          Ιράν
          Ιράκ
          Ιορδανία
          Κουβέιτ
          Λιβύη
          Μαλδίβες
          Μαυριτανία
          Μαρόκο
          Ομάν
          Πακιστάν
          Κατάρ
          Σαουδική Αραβία
          Σομαλία
          Τυνησία
          Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
          Υεμένη
Σουνιτισμός
          Αλγερία
          Μαλαισία
          Μαλδίβες
          Πακιστάν
          Σαουδική Αραβία
          Σομαλία
Σιιτισμός
          Ιράν
Βουδιστικές Χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Βουδισμό ως επίσημη θρησκεία:
          Μπουτάν
          Καμπότζη
          Σρι Λάνκα
          Ταϊλάνδη



The Journal of Ecclesiastical History – Page 268 by Cambridge University Press, Gale Group, C.W. Dugmore

Ευρώπη

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει ανεξιθρησκεία και διαχωρισμός της εκκλησίας από την πολιτεία. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά στην εξασφάλιση του διαχωρισμού αυτού. Δεν υπάρχουν δεσμοί με καμία θρησκεία και η θρησκεία δεν αναφέρεται σε καμία συνθήκη, ούτε ισχύουσα ούτε προταθείσα. Στο παρελθόν είχαν γίνει συζητήσεις για την περίληψη του χριστιανισμού και του Θεού στη Συνθήκη της Λισαβόνας με κύριο υποστηρικτή τον Πάπα, αλλά λόγω ισχυρών αντιθέσεων, ειδικά στον Γερμανικό τύπο, αυτή η ιδέα απορρίφθηκε.

Από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο πέντε έχουν επίσημη θρησκεία και αυτά είναι η Κύπρος, η Δανία, η Ελλάδα, η Μάλτα  και η Αγγλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μερικές άλλες εκκλησίες έχουν κοντινή σχέση με την πολιτεία: είτε ενισχύονται από αυτήν οικονομικά, είτε συνεργάζονται στενά σε ορισμένους τομείς, ιδίως σε θέματα παιδείας και κοινωνικής πολιτικής. Ενδεικτικά:

Στη Γερμανία υπάρχει το καθεστώς του εκκλησιαστικού φόρου, όπου το κράτος εισπράττει από τους πολίτες, μέσω της φορολόγησης, εισφορές τις οποίες αποδίδει στους αντίστοιχους θρησκευτικούς οργανισμούς της επιλογής τους. 

Με την τροποποίηση του βελγικού Συντάγματος, το 1993, θεσπίστηκε η ισότητα μεταξύ των θρησκευτικών ενώσεων και των ενώσεων με φιλοσοφικό περιεχόμενο με συνέπεια να χρηματοδοτούνται και οι εκπρόσωποι των δεύτερων.

Η Γαλλία αποτελεί την κοιτίδα του λαϊκού κράτους και η εχθρική στάση ενός μεγάλου τμήματος της γαλλικής κοινωνίας απέναντι στον κλήρο προσδιόρισε το συνταγματικό πλαίσιο και τη νομοθεσία. Στο άρθρο 1 του ισχύοντος γαλλικού Συντάγματος ορίζεται: "Η Γαλλία είναι αβασίλευτη πολιτεία αδιαίρετη, χωρισμένη από την εκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική".

Γράφει η Πηνελόπη Φουντεδάκη:

Οι μορφές συνύπαρξης κράτους και εκκλησίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καθορίζονται από τα Συντάγματα, μπορούν να ταξινομηθούν σε μία κλίμακα από την αγνόηση έως την οργανική σύνδεση των δύο, με την εφαρμογή διαφόρων κριτηρίων όπως ο βαθμός εξάρτησης της εκκλησίας από το κράτος, υπό την έννοια της παρέμβασης του κράτους στην εσωτερική οργάνωση και διοίκηση της επίσημης εκκλησίας αλλά και αντιστρόφως της επιρροής της εκκλησίας στην κρατική λειτουργία, η χρηματοδότηση των θρησκευμάτων, η συνολικότερη εμπλοκή της εκκλησίας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μιας χώρας.

Όπως φαίνεται, η σύνδεση κράτους και εκκλησίας μπορεί να λάβει πολλές μορφές, με διαφορετικές αποχρώσεις από χώρα σε χώρα. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας δεν εντοπίζεται μόνο στο σύστημα της "επικρατούσας θρησκείας" που ορίζει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 3, αλλά συνδέεται με την έκταση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας και που ως σύνολο έχουν μοναδικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σύγκριση καταδεικνύει ότι επιμέρους ρυθμίσεις του ελληνικού Συντάγματος υπάρχουν και σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, σε κανένα όμως δεν διαπιστώνεται τόσο έντονο και σε τόσα επίπεδα το στοιχείο της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας.

Ελληνικό Σύνταγμα:

- Προμετωπίδα: Εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.

- Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν περιορίζεται σε αναφορά του Θεού αλλά παραπέμπει στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 παρ.2) όπως και ο όρκος των βουλευτών (άρθρο 59 παρ.1), με πρόβλεψη για αλλόθρησκους ή ετερόδοξους (άρθρο 59 παρ.2), όχι όμως για άθρησκους ή άθεους.

- Σκοπός της παιδείας είναι και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 16 παρ.2). Απαγόρευση του προσηλυτισμού (άρθρο 13 παρ.2).

- Η ελευθερία του τύπου περιορίζεται σε περίπτωση προσβολής της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας (άρθρο 14 παρ.3β).

- Ιδιαίτερο καθεστώς διοίκησης Αγίου Όρους (άρθρο 105).

Ελλάδα

Από το άρθρο Κράτος και Εκκλησία:Επικίνδυνες σχέσεις, της Ντίνας Δασκαλοπούλου (Ελευθεροτυπία)

Σύμφωνα με καθηγητή του Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου του πανεπιστημίου του Μονπελιέ: «Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κράτος δεν είναι κοσμικό; Παρατηρούμε την Ελλάδα». Εικόνες του Χριστού κοσμούν σχολεία, δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, οι βουλευτές δίνουν θρησκευτικό όρκο, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, η βλασφημία συνιστά ποινικό αδίκημα.

Στην Ελλάδα, η ευλάβεια παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και μετατρέπεται σε δημόσια υποχρέωση, ιδιαίτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι ένστολοι υποχρεώνονται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές ως εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού. Τι σχέση έχουν οι πρακτικές αυτές με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την άσκηση της θρησκευτικής του λατρείας; Απαντά η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κλειώ Παπαπαντολέων: «Καμία. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν την πανηγυρική διακήρυξη (από την πλευρά του κράτους) της πρωτοκαθεδρίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Το πρόβλημα αφορά τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων σε ένα περιβάλλον του οποίου η καθημερινότητα κυριαρχείται από την επιβολή και υποβολή της ορθόδοξης πίστης.».

Η χριστιανική εκκλησία έχει πετύχει να συνδεθεί η εικόνα της ορθοδοξίας τόσο στενά με την έννοια του ελληνισμού, ώστε να φαντάζει από πολύ δύσκολος έως ακατόρθωτος ο διαχωρισμός τους, ακόμη και στους άθεους. Σε ατομικό επίπεδο, παρατηρούμε το αξιοσημείωτο φαινόμενο πολλών άθεων, αγνωστικιστών, ντεϊστών και άθρησκων που όχι απλώς τηρούν τα έθιμα της ορθοδοξίας, αλλά αυτοχαρακτηρίζονται και ως χριστιανοί ορθόδοξοι και θα τους στοίχιζε πολύ να απαρνηθούν τον χαρακτηρισμό αυτό.
Περισσότερα για το ιστορικό της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας:
(Η ιστορία της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο ξεκινά από το 325 π.χ., με τη σύγκληση της Α Οικουμενικής Συνόδου από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος συμμετείχε ο ίδιος στις εργασίες της συνόδου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τη μητέρα του Ελένη και τους χριστιανικούς της κύκλους και χρησιμοποιώντας ως πρόφαση το περίφημο όραμα που υποτίθεται ότι είδε το 312 πριν τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, συνέδεσε τη χριστιανική θρησκεία με το ρωμαϊκό κράτος, ξεκινώντας μια μακραίωνη παράδοση που διαρκεί έως και σήμερα.

Γράφει ο Σπύρος Τρωϊανός, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο άρθρο του Η «Ελληνική Ιδιαιτερότητα»: από την Βυζαντινή Συναλληλία στην «Επικρατούσα Θρησκεία» :

Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων απέναντι στην Εκκλησία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προσωπικών αντιλήψεών τους, αλλά και της διαπιστώσεως ότι η νέα πίστη είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Αλλά το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως παράγοντας συνοχής, μόνον αν υπάρχει δογματική ενότητα, αλλιώς πολλαπλασιάζει την ένταση των διασπαστικών τάσεων.

Προφανώς λοιπόν για την εξασφάλιση της δογματικής ενότητας, με μια σειρά διαταγμάτων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου και του Ιουστινιανού, οι άλλες θρησκείες (και ιδίως η αρχαία ελληνική θρησκεία) διώχθηκαν και ο χριστιανισμός καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερα προνόμια και επιρροή στη δημόσια σφαίρα.

Συνεχίζει ο Τρωϊανός:

Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, σύμφωνα με την παραδοσιακή τακτική των μουσουλμάνων ηγετών, οι «λαοί της Βίβλου», οι χριστιανοί και οι Εβραίοι, εφόσον δεν είχαν προβάλει αντίσταση και πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι), μπορούσαν να ζήσουν μέσα στο μουσουλμανικό κράτος, αυτοδιοικούμενοι, κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα με το θρησκευτικό τους δίκαιο.

Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε μία σειρά από ειδικά και γενικά προνόμια, που αποτελούσαν τα νομικά πλαίσια για τη σταδιακή ένταξη του Πατριαρχείου στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό και την οθωμανική έννομη τάξη. Τα προνόμια αυτά περιείχαν ελευθερία της λατρείας, εσωτερική αυτοδιοίκηση τόσο των θρησκευτικών κοινοτήτων όσο και των ιδρυμάτων με θρησκευτικό ή γενικότερα πνευματικό χαρακτήρα, ελευθερία στη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων και απαλλαγή από τη φορολογία, το δικαίωμα των εκκλησιαστικών οργάνων να ασκούν δικαιοδοσία σε πνευματικά ζητήματα και να επιλύουν διαφορές οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου κ.ά. Σύμφωνα με τα σχετικά «βεράτια», η αρμοδιότητα για την εκλογή του πατριάρχη ανήκε στην πατριαρχική σύνοδο, τον τελευταίο λόγο όμως είχε ο σουλτάνος, που μπορούσε και να τον απομακρύνει, αν για οποιονδήποτε λόγο γινόταν δυσάρεστος στην Υψηλή Πύλη.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η χριστιανική εκκλησία ήρθε να αναπληρώσει το κενό μιας ελληνόφωνης πολιτικής και θεσμικής αρχής. Προσέλαβε συμβολικό εθνικό  χαρακτήρα, λειτουργώντας συνεκτικά ως σημείο αναφοράς και λαμβάνοντας στην συνείδηση των Ελλήνων τη θέση θεματοφύλακα της εθνικής ενότητας.

Συνεχίζω από το άρθρο της Δασκαλοπούλου:

Η αφετηρία του ασφυκτικού εναγκαλισμού θρησκείας και πολιτικής που παρατηρούμε στο νεοελληνικό κράτος. τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Μετά τη συνταγματική αναγνώριση "επικρατούσης θρησκείας" το 1844, όλοι επαναπαύθηκαν στο καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε στη μεν Πολιτεία τη δυνατότητα ασφυκτικού ελέγχου, στη δε Εκκλησία το προνόμιο δημόσιου οργανισμού. Οι παρενέργειες δεν άργησαν να φανούν: η μεν Πολιτεία καθηλώθηκε σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις για μια σειρά από πεδία που θα έπρεπε να ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), η δε Εκκλησία υποχρεώθηκε σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά από θέματα που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση.

Η Μεταπολίτευση, που ευαγγελίστηκε σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και τις δομές της χώρας, παρά ταύτα δεν έκανε το μεγάλο βήμα. Ακόμη και στα πρακτικά του Συντάγματος του 1975 οι πάντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές και αμφιβάλλουν μόνο για την προοπτική κοινωνικής αποδοχής τους. Η διστακτικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη σφοδρή αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναθεώρηση της διασύνδεσής της με το κράτος θα διετάρασσε βιαίως τη σχέση της με την κοινωνία και το έθνος.

Η πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας υπήρξε η πρόταση νόμου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ανακοινώθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2005. Έφερε τον τίτλο «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» και παρουσιάστηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της ΕΕΔΑ Νίκο Αλιβιζάτο (Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου) και τον γενικό γραμματέα Γιάννη Κτιστάκι (Δ.Ν., Δικηγόρος).

Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η πρόταση νόμου επιδόθηκε στην πρόεδρο της Βουλής Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα από τους βουλευτές Φώτη Κουβέλη του Συνασπισμού και τους ανεξάρτητους Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Η Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε για τη διαπλοκή που υπάρχει σε πάρα πολλούς χώρους και για την οποία υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι. (από δήλωση του Ν.Αλιβιζάτου).

Άποψή μου είναι ότι ναι μεν για τη διαπλοκή ευθύνονται οι άνθρωποι, αλλά οι νόμοι αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι. Αν το πλαίσιο αυτό είναι χαλαρό, μεροληπτικό και διφορούμενο, τα περιθώρια αυθαιρεσίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερα παρά αν το πλαίσιο είναι δίκαιο, σαφές και καλά ορισμένο.

Περισσότερα για τις οικονομικές σχέσεις εκκλησίας-κράτους:
Ο Γιάννης Κτιστάκις, λέκτορας στη Νομική Σχολή Κομοτηνής, κάνει τον απολογισμό της σύνδεσης Πολιτείας και Εκκλησίας: «Δεν υπάρχει κανένα "λογιστικό" υπόλοιπο. Δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν». Η ιεραρχία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ανακριβής ο ισχυρισμός. «Η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομ- μυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας παραχωρήθηκε από την Εκκλησία στο κράτος ή αυτό την άρπαξε με διάφορους τρόπους». Ο κύριος Κτιστάκις απαντά: «Ούτε τούτο είναι απολύτως ακριβές. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναφέρει ως παραδείγματα την αμερικανική πρεσβεία και το Νοσοκομείο "Α. Συγγρός". Από έναν δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, προκύπτει ότι η μεν έκταση όπου οικοδομήθηκε η αμερικανική πρεσβεία απαλλοτριώθηκε νομίμως από το Δημόσιο, το δε Νοσοκομείο "Α. Συγγρός" οικοδομήθηκε από τον δωρητή Ανδρέα Συγγρό σε έκταση του Δημοσίου».

Εν τέλει, οφείλουμε ως φορολογούμενοι να πληρώνουμε τους ορθόδοξους ιερείς ή όχι; «Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε το 1945, προκειμένου η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου» θα μας πει ο κύριος Κτιστάκις. «Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών - που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο πιο διεξοδικά στο ιστορικό της κρατικής μισθοδοσίας των ιερέων. Το 1945 το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία ανέλαβε την υποχρέωση να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 2Α του α.ν. 536/45 αναφέρει: «Προς κάλυψιν της δαπάνης διά την μισθοδοσίαν των εφημερίων, ορίζονται από της 1ης Οκτωβρίου 1945 οι κάτωθι πόροι: Α) Εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών διεπομένων Ναών… Η είσπραξις της ανωτέρω εισφοράς ενεργείται κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων». Αργότερα με το άρθρο 5 του Α.Ν. 469/68 το ποσοστό της εισφοράς αυξήθηκε από 25% σε 35%.

Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του έτους 2004, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με την ψήφιση του άρθρου 15 του ν. 3220/04, κατήργησε, από 1-1-2004, την υποχρέωση της Εκκλησίας για την ως άνω εισφορά. Συγκεκριμένα το άρθρο 15 του ν. 3220/04 αναφέρει: «Καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του α.ν.536/45».

Με την κατάργηση του ν. 536/45 συντελέστηκε μια ουσιώδης, μονόπλευρη ανατροπή στις, ως τότε, διαμορφωμένες οικονομικές σχέσεις κράτους – εκκλησίας. Η υποχρέωση της Εκλησίας για εισφορά καταργήθηκε, ενώ η υποχρέωση του κράτους για μισθοδοσία των κληρικών παρέμεινε.

Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω ν. 536/45, ουδέποτε τηρήθηκε με συνέπεια. Η αναποτελεσματικότητα της εισφοράς οφείλεται στη συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας, όπως καταδεικνύεται σαφώς και από την επίσημη απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών στην υπ' αριθμ. πρωτ. 8408/666/2-3-05 ερώτηση του ΣΥΝ, σχετικά με την καταβολή της εν λόγω εισφοράς. Στην ερώτηση δεν απαντήθηκαν τα ερωτήματα αν έγιναν έλεγχοι για την εξακρίβωση της τήρησης ή όχι των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ν. 536/45 και αν υπήρξαν ναοί που δεν κατέβαλαν την ως άνω εισφορά. Από το ύψος των ποσών που καταβλήθηκαν από την εκκλησία, κατά τα έτη 2000-2004, στα Δημόσια Ταμεία, καταδεικνύεται η συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας.

Συγκεκριμένα, τα ποσά που κατέβαλε στις Δ.Ο.Υ. η εκκλησία, τα έτη 2000-2004, σύμφωνα με την απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, καλύπτουν το 3% - 4% της δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών, ενώ, υποτίθεται, θα την κάλυπταν πλήρως.

Επίσης σε σχετική επίκαιρη ερώτησή του ΣΥΡΙΖΑ (28-3-2005) για την κατάργηση της εισφοράς 35%, που κατέβαλε η εκκλησία για την ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού, ο υφυπουργός Οικονομίας & Οικονομικών απάντησε: "Το σκεπτικό της κατάργησης, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ήταν ότι επρόκειτο για έναν αναποτελεσματικό φόρο κατά κάποιο τρόπο και δε λειτουργούσε. Η πραγματικότητα είναι κάπως έτσι, γιατί μεταβλήθηκε σε μια προαιρετική ουσιαστικά εισφορά που κάποιοι ιερείς προσήρχοντο στα δημόσια ταμεία και απέδιδαν και κάποιοι την είχαν εντελώς ξεχάσει". Το Υπουργείο, δηλαδή, σαφώς αναγνωρίζει ότι στην πράξη η εισφορά έγινε προαιρετική και ότι για το λόγο αυτό καταργήθηκε - πράγμα που δεν ισχύει για κανένα φόρο ή εισφορά που αφορά τους πολίτες. (πηγή: e-forologia.gr)
Η ιστορία της πρότασης της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη ανατρέχει στους υποτιθέμενους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η πρόταση αυτή θίγει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. «Το δικαίωμα της Εκκλησίας να εισπράττει από τα υπάρχοντά της δεν θίγεται. Θίγεται το καθεστώς off shore εταιρείας που έχει. Το καθεστώς των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδηλώνουν την πίστη τους δεν θίγεται. Θίγεται το ότι αυτό επιβάλλεται σε άλλους, παρά τη θέλησή τους. Η δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει όσους ιερωμένους θέλουν οι μητροπολίτες δεν θίγεται. Θίγεται η αξίωση να πληρώνει ο ελληνικός λαός γι' αυτό. Εν ολίγοις, άλλο προνόμια, άλλο δικαιώματα».



Αλληλεπίδραση αθεϊσμού και εκκοσμίκευσης με πολιτικές ιδεολογίες

Αναρχισμός

Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που αυτοχαρακτηρίστηκε «αναρχικός». Διάβασε συστηματικά τη χριστιανική βιβλιογραφία και κατέληξε να απορρίψει ολοκληρωτικά την θρησκευτική πίστη του και τον χριστιανισμό.

Ο Μπακούνιν, που θεωρείται από πολλούς πατέρας της θεωρίας του αναρχισμού, ισχυρίστηκε ότι «η έννοια του θεού συνεπάγεται τον εξοβελισμό της ανθρώπινης λογικής και δικαιοσύνης. Είναι η πιο καθοριστική απάρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και οδηγεί κατ’ ανάγκη στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, στη θεωρία και στην πράξη.» Στο δοκίμιο «Θεός και κράτος», απ’ όπου και το προηγούμενο απόσπασμα, γράφει μεταξύ άλλων:

«Εφόσον ο Θεός είναι αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος. Αδυνατεί να βρει τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την αιώνια ζωή μόνος του, μπορεί να τα φτάσει μόνο μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όταν όμως μιλάμε για αποκάλυψη, μιλάμε αναγκαστικά για φορείς της αποκάλυψης: θεόπνευστους μεσσίες, προφήτες, ιερείς και νομοθέτες, οι οποίοι μόλις αναγνωριστούν ως εκπρόσωποι της θεότητας επί γης, εκλεκτοί του ίδιου του Θεού για την καθοδήγηση της ανθρωπότητας προς τη σωτηρία, αναγκαστικά ασκούν απόλυτη εξουσία.»

Η Έμμα Γκόλντμαν ήταν δηλωμένη αθεΐστρια και έβλεπε τη θρησκεία ως εργαλείο ελέγχου και κυριαρχίας. Στο δοκίμιό της «Φιλοσοφία του αθεϊσμού» γράφει: «Συνειδητά ή ασυναίσθητα, οι περισσότεροι θεϊστές βλέπουν στους θεούς και τους διαβόλους, στον παράδεισο και την κόλαση, στην ανταμοιβή και την τιμωρία, ένα μαστίγιο για να εξαναγκάσουν στους ανθρώπους στην υποταγή, την ταπεινότητα και τον συμβιβασμό. [...] Η φιλοσοφία του αθεïσμού εκφράζει τη διεύρυνση και την ανάπτυξη της ανθρώπινης διανόησης. Η φιλοσοφία του θεϊσμού, αν μπορούμε να την ονομάσουμε φιλοσοφία, είναι στατική και καθηλωμένη.

Κατηγόρησε τον χριστιανισμό για τη «διαιώνιση μιας κοινωνίας δουλείας», υποστηρίζοντας ότι υπαγορεύει τις επίγειες πράξεις των ατόμων και προσφέρει στους φτωχούς την απατηλή υπόσχεση ενός πλουσιοπάροχου μέλλοντος.

Παρά το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του αναρχισμού στο σύνολό τους όχι μόνο απέρριψαν αλλά και καταδίκασαν τη θρησκεία, δεν είναι όλοι οι αναρχικοί και άθρησκοι. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός της ύπαρξης του κινήματος του αναρχοχριστιανισμού: οι αναρχοχριστιανοί ή Χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού.



Σοσιαλισμός - Κομμουνισμός

Ο Καρλ Μαρξ έγραψε στην "Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου" (μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη):

Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου.

Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάσταση του σημαίνει απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.

Ο Λένιν κατέκρινε έντονα τη θρησκεία. Στο βιβλίο του με τίτλο «Θρησκεία» έγραψε: Ο αθεϊσμός είναι φυσικό και άρρηκτο μέρος του μαρξισμού, της θεωρίας και της πρακτικής του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Στο «Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία» έγραψε (επιμέλεια-σύνταξη Θεοδόση Θωμαδάκη): Η σοσιαλδημοκρατία βασίζει όλη την κοσμοθεωρία της στον επιστημονικό σοσιαλισμό, δηλ. στο μαρξισμό. Φιλοσοφική βάση του μαρξισμού, όπως δήλωσαν επανειλημμένα και ο Μαρξ και ο Έγκελς, είναι ο διαλεκτικός υλισμός, που αφομοίωσε στο σύνολό του τις ιστορικές παραδόσεις του υλισμού του ΧVΙΙΙ αιώνα στη Γαλλία και του Φόιερμπαχ (πρώτο μισό του ΧΙΧ αιώνα) στη Γερμανία – ενός υλισμού απόλυτα αθεϊστικού, κατηγορηματικά εχθρικού απέναντι σε κάθε θρησκεία. [...] Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης.

Στο «Σοσιαλισμός και θρησκεία» διαβάζουμε: «Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. [...] Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία.»

Φιλελευθερισμός

Θεμέλιο της κοσμοθεωρία της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού είναι η ιδέα της ελευθερίας και της ισότητας. Οι φιλελεύθεροι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων ανάλογα με την ερμηνεία αυτών των βασικών αρχών, γενικά όμως υποστηρίζουν ελεύθερες εκλογές, ελεύθερα πολιτικά δικαιώματα, ελευθερία του τύπου και θρησκευτική ελευθερία.

Ο φιλελευθερισμός ως διακριτό πολιτικό κίνημα εμφανίζεται την εποχή του Διαφωτισμού. Απορρίπτει τα κληρονομικά δικαιώματα, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω θεού βασιλεία. Είναι η κυρίαρχη ιδεολογία που βρίσκεται πίσω από την Αμερικανική και τη Γαλλική επανάσταση.

Οι πρώτοι φιλελεύθεροι έθεσαν τις βάσεις για το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Ως διάδοχοι του διαφωτισμού, πίστευαν ότι κάθε κοινωνική και πολιτική τάξη εκπορεύεται από τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και όχι από κάποια θεϊκή βούληση. Πολλοί φιλελεύθεροι ήταν εχθρικοί προς την θρησκευτική πίστη, οι περισσότεροι όμως εστίασαν την αντίθεσή τους στην εμπλοκή θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η πίστη μπορεί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα, χωρίς επίσημη κρατική χορηγία και διοίκηση.

Στη φιλοσοφία του φιλελευθερισμού, η ανεκτικότητα είναι φυσική συνέπεια του πλουραλισμού. Δεδομένου ότι τα άτομα διαφωνούν, οφείλουν να σέβονται και να στηρίζουν το δικαίωμα του καθενός στη διαφωνία. Από τη φιλελεύθερη προοπτική, η ανεκτικότητα συνδέθηκε εξ αρχής με την ανεξιθρησκεία. Ο Σπινόζα καταδίκασε την «ανοησία των θρησκευτικών πολέμων και διωγμών». Η ανεκτικότητα κατέχει επίσης κεντρική θέση στις ιδέες του Καντ, ο οποίος πίστευε ότι η κοινωνία εκ των πραγμάτων πάντα θα περιλαμβάνει πολλές και διάφορες απόψεις του καλού και του ηθικού, και ότι θα πρέπει να επιτρέπεται να κάνει καθένας τις προσωπικές επιλογές του χωρίς κρατική ή άλλη παρέμβαση.

Συντηρητική δεξιά

Οι συντηρητικές ιδεολογίες συνδέονται παραδοσιακά με τη θρησκεία και τις εκκλησίες. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και θεϊστικές: απλώς υιοθετούν την όποια κυρίαρχη τάση της παράδοσης προκειμένου να είναι αρεστές στο λαό, συντάσσονται με την όποια ισχυρή εξουσιαστική οργάνωση, και αξιοποιούν κάθε δυνατό μέσο χειραγώγησης των ανθρώπων. Η θρησκεία πληροί και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις. Η δεξιά, επομένως, δεν είναι ούτε αθεΐστρια ούτε θεΐστρια: είναι τυχοδιώκτρια. Συντάσσεται με τον θεϊσμό επειδή συνιστά την κυρίαρχη ιδεολογία και επηρεάζει μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων. Εάν τη θέση του κατείχε ο αθεϊσμός, θα συντασσόταν με αυτόν.

Αθεϊσμός και εκκοσμίκευση

Ποιος είναι όμως τελικά ο ρόλος του αθεϊσμού στη διαδικασία της εκκοσμίκευσης; Είναι ένας ρόλος έμμεσος και αφανής, αλλά ουσιαστικός.

Παρατηρούμε ιστορικά ότι η εκκοσμίκευση συντελείται μέσα από πολιτικές διαδικασίες οι οποίες κατευθύνονται από πολιτικές ιδεολογίες σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες. Οι ιδεολογίες αυτές, όπως είδαμε, κατά κανόνα περιλαμβάνουν τον αθεϊσμό στη θεωρία τους.

Από την άλλη μεριά, παρατηρούμε ότι σε κοινωνίες όπου υπάρχει κυρίαρχη θρησκευτική επιρροή, ιδίως επιρροή των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, η εκκοσμίκευση είναι από δυσχερής έως αδύνατη. Αυτό συμβαίνει κυρίως για το λόγο που ανέφερα στην αρχή: οι πιστοί είναι πεπεισμένοι ότι το δόγμα τους συνιστά την ύψιστη αξία και ότι ως εκ τούτου είναι χρέος τους να το επιβάλλουν και να ενεργούν με γνώμονα αυτό.

Είναι λοιπόν φανερό ότι, αν δεν είναι αναγκαίο ένα αθεϊστικό υπόβαθρο για την εκκοσμίκευση, είναι οπωσδήποτε αναγκαίο ένα υπόβαθρο ελεύθερο από θρησκευτικές προκαταλήψεις. Δεν είναι άνευ προηγουμένου οι περιπτώσεις πολιτικών προσώπων που υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση όντας θρήσκοι. Συνολικά όμως αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, διότι το να θέσει ένας πιστός τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις σε δεύτερη μοίρα και να δρα με άλλες αρχές σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, το να προχωρήσει δηλαδή σε μια ουσιαστική εκκοσμίκευση της συμπεριφοράς του, απαιτεί πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ωριμότητας, κάτι που δεν συναντάμε συχνά.

Αλλά αν ο αθεϊσμός δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκκοσμίκευση, η μερική έστω εκκοσμίκευση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη εκδήλωση του αθεϊσμού. Στα θεοκρατικά ή τα έντονα θρησκευτικά κράτη ο αθεϊσμός θεωρείται απειλή για την εξουσία και η έκφρασή του περιορίζεται ή και διώκεται.

Κατά καιρούς εκφράζεται η άποψη ότι η εκκοσμίκευση συνιστά μεροληψία υπέρ του αθεϊσμού και ότι απειλεί τις θρησκείες, καταδιώκοντάς τες και περιορίζοντας την έκφρασή τους. Η παρεξήγηση αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην σύγχυση μεταξύ αθεϊσμού και των λεγόμενων αθεϊστικών κρατών, τα οποία όπως εξήγησα στην πραγματικότητα είναι αντιθρησκευτικά. Σε ένα κοσμικό κράτος η θρησκεία δεν καταπιέζεται, απλώς δεν επιτρέπεται η εισχώρησή της στον κρατικό μηχανισμό.

Αναφέρει για παράδειγμα ο Παναγιώτης Δ. Νικολόπουλος, διδάκτωρ αστικού δικαίου, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Σύναξη, και αρθογράφος εφημερίδας Χριστιανική, στο βιβλίο του Ιδιωτικοποίηση της θρησκείας και εκκοσμίκευση της εκκλησίας, ότι η άρνηση δυνατότητας συμμετοχής της Εκκλησίας στην άσκηση της κυβερνητικής & νομοθετικής πολιτικής συνιστά αντίφαση: από τη μία της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κοσμικά ζητήματα και από την άλλη της αρνούμεθα το δικαίωμα να λειτουργεί ως ομάδα πίεσης για να υποδείξει την ορθή κατά τη γνώμη της εθνική, κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική. [Μανιτάκης, Η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, Καθ’ οδόν 16/2000] Όμως αυτό το δικαίωμα κανείς δεν το αρνείται. Φυσικά και έχει δικαίωμα η εκκλησία να εκφέρει γνώμη και να ασκεί πιέσεις στις κυβερνήσεις, όπως και όσο ακριβώς το έχει οποιαδήποτε οργάνωση, σύλλογος ή ομάδα ανθρώπων – ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, και πάντα με τρόπο νόμιμο και θεμιτό, όχι μέσω διαπλοκής και εκβιασμών.

Αναφέρει επίσης ο Νικολόπουλος ότι η απαίτηση αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες βασίζεται στο δικαίωμα εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων με κάθε τρόπο, ακόμη και σε δημόσια έγγραφα, χωρίς αυτό να επισείει κίνδυνο διακρίσεων. Μα τα δημόσια έγγραφα εξυπηρετούν ένα σκοπό, εν προκειμένω την καταγραφή των απαραίτητων στοιχείων για την ταυτοποίηση ενός πολίτη. Δεν είναι πεδίο ελεύθερης έκφρασης για τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Όποιος επιθυμεί να εκφράσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι απολύτως ελεύθερος να το κάνει, και ιδιωτικά αλλά και δημόσια. Δεν μπορεί όμως να αξιώνει την επιβολή της παρείσφρησης των θρησκευτικών του πεποιθήσεων στα κρατικά έγγραφα, στα κρατικά κτίρια και στις κρατικές εκδηλώσεις προκειμένου να νιώθει ελεύθερος.

Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται κατά ένα μέρος στην σύγχυση μεταξύ του όρου «δημόσιος» με την έννοια του κοινόχρηστου και «δημόσιος» με την έννοια του κρατικού. Σημαντικό ρόλο παίζει βεβαίως και το γεγονός ότι η εμπλοκή με το κράτος συνιστά μακραίωνη παράδοση των θρησκειών, δημιουργώντας την αίσθηση ότι συνιστά κεκτημένο δικαίωμα. Όσο για τον κίνδυνο διακρίσεων, σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύσει η καταγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια αρχεία και έγγραφα, αν όχι στην επιβολή διακρίσεων; Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι διακρίσεις, ακόμη και όταν είναι εκ πρώτης όψεως θετικές, δηλαδή υπέρ μιας ομάδας ανθρώπων, είναι κατ’ ανάγκην ταυτόχρονα αρνητικές, γιατί αποκλείουν μιαν άλλη ομάδα ανθρώπων, προκαλώντας έτσι ένα τεχνητό και περιττό χάσμα μεταξύ των πολιτών.

Η αποκαθήλωση θρησκευτικών συμβόλων, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, η κατάργηση του αγιασμού, της προσευχής και της διδασκαλίας θρησκευτικών στα σχολεία,  δεν είναι παραχώρηση προς τον αθεϊσμό, αλλά προς την θρησκευτική ουδετερότητα που εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες το χώρο για να αναπτύξουν και να εκφράσουν ελεύθερα τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.

Η εκκοσμίκευση δεν επιβάλλει τον αθεϊσμό, ωστόσο κατά μία έννοια μπορεί κανείς να πει ότι είναι αθεϊσμός, διότι δεν ενστερνίζεται καμία πίστη σε καμία θεότητα. Το σύνταγμα της εκκοσμικευμένης κοινωνίας, συμβολικά και κυριολεκτικά μιλώντας, συντάσσεται στο όνομα του λαού και όχι του θεού. Παραλλάσσοντας ελαφρά τα λόγια του Θανάση Παπαθανασίου που παρέθεσα στην αρχή, μπορώ να πω ότι πραγματικά η εκκοσμίκευση, αν είναι συνεπής, τελικά ταυτίζεται με τον αθεϊσμό.


Πηγές

Google και Wikipedia/Βικιπαίδεια (παγκόσμια κατανομή κοσμικών κρατών, συντάγματα, ορισμοί εννοιών, περιεχόμενο πολιτικών ιδεολογιών, βιογραφίες και έργα πολιτικών προσώπων – Μπακούνιν, Προυντόν, Γκόλντμαν).

Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα «εκκοσμίκευση».

Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα «ανεξιθρησκεία», Αναστάσιος Μαρίνος, διδάκτωρ Νομικής και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (βιβλιογραφία: Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήνα 1972, του ιδίου).

«Μιά ἰδιαίτερη περίπτωση ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς» του Θανάση Παπαθανασίου, διδάκτορα θεολογίας, καθηγητού της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και αρχισυντάκτη του περιοδικού «Σύναξη» (Εθνική βιβλιοθήκη).

 «Επανεξέταση της εκκοσμίκευσης (Rethinking secularization)», José Casanova (Χοσέ Καζανόβα), καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Georgetown των ΗΠΑ και παγκοσμίου κύρους ειδικός στην κοινωνιολογία της θρησκείας.

 «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο» Πηνελόπη Φουντεδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, (περιοδικό Το Σύνταγμα, τ.4-5/2000).

«Κράτος και Εκκλησία: Επικίνδυνες σχέσεις» της Ντίνας Δασκαλοπούλου (Ελευθεροτυπία 7-10-2010).

Η «Ελληνική Ιδιαιτερότητα»: από την Βυζαντινή Συναλληλία στην «Επικρατούσα Θρησκεία», Σπύρος Τρωϊανός, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Πρώτα το αίμα, μετά η Ορθοδοξία. Από την Ελληνική Δημοκρατία στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών», Ελένη Καλαμπάκου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.

«Ἀμφίσημη ἐκκοσμίκευση : Φιλοσοφική ἀνθρωπολογία τῆς θρησκείας», Μάριος Π. Μπέγζος Ἀθήνα, Ἑλληνικά Γράμματα 2002 (Εθνική βιβλιοθήκη).

«Ιδιωτικοποίηση της θρησκείας και εκκοσμίκευση της εκκλησίας», Παναγιώτης Δ. Νικολόπουλος (Αθήνα,Καστανιώτης 2005) διδάκτωρ αστικού δικαίου, ειδικός σε οικογενειακό δίκαιο και πνευματική ιδιοκτησία, Συντακτική επιτροπή περιοδικού «Σύναξη», αρθογράφος εφημερίδας «Χριστιανική (Εθνική βιβλιοθήκη).