Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

ΔΩΣΤΕ ΚΑΙ ΣΩΣΤΕ

Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι παράξενο πράμα: φαίνεται ότι υπόκειται και αυτή, όπως τόσα άλλα, σε διαφημιστικούς χειρισμούς.

Κάθε τόσο λαμβάνω κάποια από αυτά τα μηνύματα που κυκλοφορούν ευρέως ζητώντας να δώσουμε αίμα επειγόντως (συνήθως ομάδας μηδέν ρέζους αρνητικό, αλλά και τα άλλα ευπρόσδεκτα είναι), για τον Τάδε που τραυματίστηκε βαριά σε τροχαίο και διάφορα παρόμοια.

Και έρχομαι εγώ τώρα και αναρωτιέμαι: καλά ο Τάδε, ανάγκη έχει, επείγεται, συνάνθρωπος είναι, να δώσουμε αίμα. Γιατί όμως μόνο για τον Τάδε; Τι γίνεται με τον Δείνα, που νοσηλεύεται μετά από τρεις απανωτές εγχειρίσεις και μεταγγίσεις, που έχει επείγουσα ανάγκη αίματος, αλλά που δεν έτυχε να διαθέτει κονέξια με πρόσβαση στο δίκτυο; Τι γίνεται με όλους εκείνους που χρειάζονται αίμα καθημερινά, περισσότερο ή λιγότερο;

Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να κινητοποιηθεί ο κόσμος υπέρ του Τάδε ή του Δείνα και να δώσει μια φορά αίμα με συγκεκριμένο προορισμό. Αυτό που χρειάζεται είναι τακτικοί εθελοντές αιμοδότες, αρκετοί για να καλύπτονται οι μονίμως ακάλυπτες ανάγκες των νοσοκομείων σε αίμα. Αν ο καθένας δίνει μόνον όταν το χρειάζεται η μάνα του ή το παιδί του ή ο κολλητός του, ή έστω ο Τάδε και ο Δείνα για τους οποίους κινητοποιήθηκε το διαδίκτυο επιλεκτικά, δεν κάνουμε τίποτα.

Δώστε αίμα. Δώστε εθελοντικά. Όχι ονομαστικά. Το αίμα σας θα πιάσει τόπο, όπου και να το δώσετε. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έκκληση για συγκεκριμένους ανθρώπους. Δεν χρειάζεται ταμπελίτσα. Η ανάγκη δεν έχει όνομα. Κάντε έναν κόπο όλοι, δυο φορές το χρόνο ή έστω μία, και αφιερώστε ένα απόγευμα στο σκοπό αυτό.

Για να μη χρειάζεται να κυκλοφορούν εκκλήσεις συμπαράστασης για τον Τάδε και τον Δείνα.


[Κάτι άλλο που ποτέ δεν κατάλαβα, είναι γιατί πρέπει να προωθηθούν τα τρισχαριτωμένα κουταβάκια και γατάκια που μπήκανε οι φωτογραφίες τους στο Έψιλον ή στον Ταχυδρόμο, και όχι τα αμέτρητα αδέσποτα που βρίσκει κανείς γύρω από τους κάδους χωρίς καμμία διαφήμιση. Φαίνεται ότι η φιλοζωία, όπως και η κοινωνική αλληλεγγύη, ακολουθεί κι αυτή τους κανόνες του μάρκετινγκ].

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ

Η Ανέζα δεν άφησε κανέναν ξένο να αγγίξει τη μάνα της. Την έσιαξε μοναχή της. Μόνη της την έγδυσε, κόβοντας τη νυχτικιά και την κυλότα για ευκολία, μόνη της σκούπισε τις ακαθαρσίες με χαρτί κουζίνας, μόνη της την έπλυνε με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο σε χλιαρό νερό, τη σκούπισε με καθαρή πετσέτα, τη σφούγγισε με κόκκινο κρασί σε όλο το σώμα, και τις φόρεσε το καλό της το ταγέρ, με μεγάλη δυσκολία είναι αλήθεια - πέρασε το ένα χέρι, σήκωσε την πλάτη, έχωσε το πουκάμισο από κάτω, πέρασε το άλλο χέρι, το κούμπωσε, κι ύστερα τα ίδια για το μπλε σακάκι. Η κυλότα και η φούστα ήταν πιο εύκολες. Τέλος της χτένισε απαλά τα μαλλιά, της έσταξε δυο κόμπους κολώνια στο λαιμό και της κρέμασε δυο χρυσά σκουλαρίκια, δώρο του μακαρίτη του άντρα της στους χρυσούς τους γάμους.

Θρήνοι δεν ακουστήκανε. Ηλικιωμένη βλέπεις η Ευανθία, έζησε τη ζωή της καλά, έφυγε ήσυχα, δεν ταλαιπώρησε κανέναν. Κάποια μάτια ψευτοβούρκωσαν, κάποια μαντίλια βγήκαν, ίσα ίσα για τους τύπους. Στον καφέ και το κονιάκ η Ανέζα πήγε και κάθησε σε όλα τα τραπέζια, κουβέντιασε με θειάδες και ξαδέλφες, δέχτηκε συλληπητήρια από όλους, άκουσε και είπε ιστορίες παλιές. Και καθώς τους χαιρετούσε, έδινε με τη χειραψία και μια μικρή πρόσκληση μέσα σε φάκελο, μια πρόσκληση για το μνημόσυνο. Όχι σε όλους όμως - μονάχα στους δικούς.

Τα σαράντα τα γιόρτασαν στην ταβέρνα του Μπάμπη. Ήτανε όλοι κι όλοι δεκαπέντε είκοσι άνθρωποι - όλοι όσοι γνώριζαν και αγαπούσαν την Ευανθία. Όλοι όσοι ήξεραν τι άνθρωπος ήτανε. Τα όργανα έπαιξαν μόνο παραγγελιές εκείνο το βράδυ - ήξεραν κι εκείνοι. Η παρέα έφαγε και ήπιε, γέλασε και χόρεψε, το γλέντι τράβηξε μέχρι πρωίας. Ακούστηκαν ανέκδοτα και ιστορίες, φωτογραφίες πέρασαν από χέρι σε χέρι. Κάπου εκεί λίγο πριν το διαλύσουνε, η Ανέζα τους μάζεψε όλους γύρω της, γέμισε μια τελευταία γύρα τα ποτήρια και είπε:

- Στην υγειά της Ευούλας, παιδιά. Στην υγειά της Ευούλας. Που ήξερε να γελάει και να γλεντάει. Πού ήξερε να ζει και να πεθαίνει.

Άδειασε το ποτήρι της και πρόσθεσε:

- Και στα δικά μας.





[Για όσους φίλους τυχόν ανησυχήσουν, ενημερώνω ότι η μανούλα μου είναι μια χαρά και χαίρει άκρας υγείας, εμφανώς προτίθεται να μας θάψει όλους. Όταν της είπα ότι όταν πεθάνει δεν θα της κάνω μνημόσυνο αλλά πάρτυ, της κακοφάνηκε λίγο. Νομίζω ότι θα προτιμούσε να είμαστε απαρηγόρητοι με το χαμό της παρά να γιορτάζουμε την όμορφη ζωή που έζησε. Ματαιότης ματαιοτήτων...]

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΟΙΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟ ΒΑΡΚΑΡΗ;

Θα περίμενε κανείς να τον πληρώνει αυτός που θέλει να περάσει απέναντι.

Όμως όχι: για κάποιον ακατανόητο λόγο, όλοι πρέπει να τον πληρώνουμε ακόμη και αν δεν θέλουμε να περάσουμε απέναντι, ακόμη και αν αυτό το απέναντι δεν υφίσταται καν, ακόμη και αν ο βαρκάρης δεν έχει καν βάρκα - επειδή ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει μια απέναντι ακτή την οποία εκείνοι βλέπουν και πρέπει να συντηρούμε το βαρκάρη για να κάνει το μεσολαβητή μεταξύ υμών και της εν λόγω αόρατης ακτής.

Αναφέρομαι, για όσους δεν το έπιασαν, στην αύξηση των φόρων της εκκλησιαστικής περιουσίας που συζητείται, και στις αντιδράσεις που έχουν ξεσηκωθεί σχετικά. Ομολογώ ότι δεν έχω μελετήσει το θέμα σε βάθος, δηλαδή τι ακριβώς θα φορολογηθεί και με ποιον ακριβώς τρόπο. Το θέμα ομως μου φαίνεται πολύ απλό στην ουσία του: η χριστιανική εκκλησία είναι μια ιδιωτική οργάνωση που κατέχει μια περιουσία. Η περιουσία αυτή θα πρέπει να φορολογείται όπως και η περιουσία όλων των ιδιωτών. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα πρέπει να τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης. Όπως ποτέ μου δεν κατάλαβα και για ποιο λόγο πρέπει να συμβάλει το κράτος στους μισθούς των ιερέων και να ενισχύει οικονομικά με διάφορους τρόπους την χριστιανική εκκλησία.

Το θρήσκευμα είναι υπόθεση ιδιωτική. Όποιοι επιθυμούν να συμμετάσχουν στην εκκλησία, ας συνεισφέρουν οικονομικά όπως και όσο νομίζουν για τη λειτουργία της. Από πού και ως πού κρίνεται ότι οφείλουμε να συνεισφέρουμε ΟΛΟΙ, από τους φόρους μας; Ποια υπηρεσία προσφέρει η εκκλησία που κρίνεται από το κράτος απαραίτητη ώστε να πρέπει να την συντηρεί;

Ακούγεται ως συνήθως σωρεία επιχειρημάτων άσχετων και παραπλανητικών, όπως το ότι είναι αλληλένδετη με την ελληνική παράδοση, το ότι η εκκλησία κάνει αγαθοεργίες, ή το ότι κάπως πρέπει να λειτουργήσει τέλος πάντων. Για μένα το ζήτημα είναι πολύ πιο απλό. Η εκκλησία θα πρέπει να συντηρείται από τα μέλη της, όλα της τα έξοδα να καλύπτονται από την δική της περιουσία και όχι από κρατικούς πόρους, και να έχει ίση φορολογική μεταχείριση με κάθε άλλο ιδιωτικό συλλογικό φορέα. Το ότι τόσα χρόνια γινόταν διαφορετικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσει να συμβαίνει αυτό.

Αλλά βλέπετε, όπως είπε κι ένας ιερέας στην τηλεόραση, "τόσες λάμπες ανάβουνε στους πολυέλαιους, ποιος θα τα πληρώσει αυτά;"
Μα ο έλληνας φορολογούμενος φυσικά!

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Πολύ συζήτηση γίνεται τελευταία σχετικά με την εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ περί προαιρετικής απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών. Εν πρώτοις να επισημάνω ότι η δυνατότητα απαλλαγής από τα θρησκευτικά για όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως θρησκεύματος και χωρίς υποχρέωσης δήλωσης των λόγων για τους οποίους ζητούν απαλλαγή, δεν είναι κάτι το καινούριο. Είχε ήδη καθιερωθεί με την εγκύκλιο Γ2/ 61723-13/6/2002 του υπουργείου παιδείας.

Μια καλή και σύντομη παρουσίαση μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα Απόψεις Ελλήνων Άθεων, όπου το θέμα έχει συζητηθεί εκτενώς. Την άλλη όψη του νομίσματος μπορείτε να βρείτε στο μπλογκ του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, όχι μόνο στην ανάρτηση όπου οδηγεί ο σύνδεσμος, αλλά και σε πολλές επόμενες. (Παρεμπιπτόντως παρατηρώ ότι ο Αμβρόσιος από το μετριασμό σχολίων έχει περάσει στην πλήρη κατάργηση των σχολίων). Έτυχε να συμμετάσχω σε μια σχετική κουβέντα που έγινε πρόσφατα στο μπλογκ Αντίβαρο, όπου ακούστηκαν αντικρουόμενες απόψεις.

Μια άποψη που συναντώ συχνά είναι ότι τα θρησκευτικά πρέπει να διδάσκονται επειδή αποτελούν στοιχείο της παράδοσης. Κατ’ εμέ, κάθε τι που έχει να κάνει με την ιστορική διάσταση της θρησκείας και με το ρόλο της θρησκείας στην παράδοση μπορεί θαυμάσια να διδαχτεί στα πλαίσια του μαθήματος της ιστορίας. Δεν συντρέχει λόγος να υπάρχει χωριστό μάθημα θρησκευτικών. Υπήρχε και υπάρχει ακόμη ακριβώς επειδή είχε και έχει ρόλο κατήχησης.
Θεωρώ αστήρικτη την ανησυχία ορισμένων ότι τα παιδιά των χριστιανών θα αποφύγουν το μάθημα των θρησκευτικών από τεμπελιά. Για την απαλλαγή χρειάζεται συναίνεση των γονέων. Αν οι γονείς αποφασίσουν να μη μορφωθεί το παιδί τους θρησκευτικώς, είναι επειδή ήδη δεν είναι χριστιανοί, έστω και αν έχουν βαπτιστεί. Και η επιλογή τους αυτή οφείλει να είναι σεβαστή, όσο κι αν δεν αρέσει στους χριστιανούς, που θα ήθελαν να είμαστε και να φαινόμαστε όλοι χριστιανοί.

Ας σημειωθεί ότι με τη δυνατότητα προαιρετικής απαλλαγής από τα θρησκευτικά, ακόμη και με την πλήρη κατάργηση των θρησκευτικών, δεν εμποδίζονται τα παιδιά των θρήσκων να πάρουν θρησκευτική μόρφωση, είτε στα πλαίσια της κρατικής παιδείας (στην πρώτη περίπτωση) είτε στο πλαίσιο της εκκλησίας τους ή με άλλο ιδιωτικό τρόπο (στη δεύτερη περίπτωση). Ενώ με το να υφίσταται μάθημα θρησκευτικών και μάλιστα υποχρεωτικό, αναγκάζονται τα παιδιά των μη θρήσκων να μορφωθούν θρησκευτικώς, ενάντια στις πεποιθήσεις των γονέων τους.Σε ποια από τις δυο περιπτώσεις λοιπόν καταπατάται κάποιο δικαίωμα και σε ποια όχι;

Και βέβαια εννοείται ότι χρειάζεται να δοθεί μια εναλλακτική λύση σε όσους θα απαλλάσσονται από τα θρησκευτικά. Είναι απαράδεκτο τα παιδιά να περιφέρονται απλώς εκείνες τις ώρες χωρίς να έχουν κάτι να κάνουν.
Πολλοί επίσης θεωρούν ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι απαραίτητο για την καλλιέργεια ηθικών αρχών στα παιδιά. Συμφωνώ ότι χρειάζονται μαθήματα που να συμβάλλουν στην υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας και να καλλιεργούν τις κοινωνικές δεξιότητες. Όχι όμως μαθήματα θρησκευτικών ή ηθικής, αλλά μαθήματα ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας. Μαθήματα που να ενθαρρύνουν και να διδάσκουν την ελεύθερη ανάπτυξη του πνεύματος. Εκεί η θρησκειολογία θα έχει τη θέση της, αλλά στις μεγάλες ηλικίες, στο λύκειο ας πούμε, που τα παιδιά θα έχουν αναπτύξει την κριτική σκέψη και θα έχουν την ωριμότητα να συζητήσουν τέτοια θέματα, όχι στο δημοτικό που ρουφούν σα σφουγγάρι οτιδήποτε τους προσφέρεις. Θέλω να δοθεί η ευκαιρία σε όλα παιδιά να μάθουν να σκέφτονται ελεύθερα και απροκατάληπτα. Θέλω να γνωρίσουν τη θρησκεία όταν θα είναι σε θέση να σκεφτούν λογικά και να κρίνουν αυτά που θα ακούνε, όχι σε μια ηλικία όπου θα τα δεχτούν άκριτα και θα τα αναπαράγουν χωρίς σκέψη, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες με θρησκευτική παιδεία.

Κατ' εμέ, στο σχολείο θα πρέπει να διδάσκονται μόνον γνωστικά αντικείμενα, όχι μεταφυσικά δόγματα, διότι τα τελευταία δεν είναι αντικειμενικά αποδείξιμα και ελέγξιμα, παρά καλούμαστε να τα δεχτούμε "εξ αποκαλύψεως" επειδή κάποιο πρόσωπο κύρους (γονέας, ιερέας, δάσκαλος) μας λέει ότι "έτσι είναι" επειδή κάποιος άλλος το είπε και σ' αυτόν, κι επειδή σε αυτόν τον άλλον το είπε ο ίδιος ο θεός. Καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι του αποκαλύφθηκε ο θεός με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και να απαιτεί να γίνει αυτό του το βίωμα δεκτό ως αληθινό και σεβαστό και να υιοθετηθεί από όλη την ανθρωπότητα. Αλλά δεν μπορεί κανείς να αποδείξει το βίωμά του. Πώς λοιπόν επιλέγουμε την αντικειμενική πνευματική αλήθεια; Αν έχω μπροστά μου έναν χριστιανό ιερέα, έναν ραβίνο κι έναν μουλά, και οι τρεις μου λένε ότι κατέχουν την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, και καθενός η αλήθεια είναι διαφορετική από του άλλου, πώς θα επιλέξω ποια είναι η "αληθινή" αλήθεια; Αυτό και μόνο αρκεί για μένα για να απορρίψω τη θρησκεία ως γνωστικό αντικείμενο και να την εντάξω στη σφαίρα του μεταφυσικού.Ιδού λοιπόν τα βασικά σημεία της τοποθέτησής μου:1. Θεωρώ ότι η ανεξιθρησκεία είναι θεμελιώδες και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. 2. Συνεπώς δεν θα πρέπει να γίνεται κατήχηση των παιδιών σε κανένα θρήσκευμα, παρά να επαφίεται στην κρίση των γονιών τους το αν και πώς θα μορφωθούν θρησκευτικά ιδιωτικώς.3. Θεωρώ ότι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών έχει χαρακτήρα κατήχησης και προσηλυτισμού.4. Εκ των άνω καταλήγω ότι τα θρησκευτικά δεν έχουν θέση στην κρατική παιδεία ενός ελεύθερου κράτους.Επίσης:1. Θεωρώ ότι στο σχολείο θα πρέπει να διδάσκονται μόνον γνωστικά αντικείμενα βασισμένα στην επιστημονική γνώση (τα οποία μπορούν να αποδειχθούν και να ελεγχθούν αντικειμενικά), και όχι μεταφυσικά δόγματα (τα οποία δεν είναι αντικειμενικά ελέγξιμα και αποδείξιμα).2. Το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκει στα παιδιά την πίστη σε μεταφυσικά δόγματα.3. Συνεπώς, το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει θέση στην κρατική παιδεία.
Και μια αφελής ερώτηση: αν τα θρησκευτικά δεν είναι κατήχηση, τότε προς τι η τόση ανησυχία; Προς τι η δήλωση αντίθεσης της Ιεράς Συνόδου για την εγκύκλιο που δίνει τη δυνατότητα σε όλα τα παιδιά, ακόμη και σε όσα έχουν βαπτιστεί χριστιανοί ορθόδοξοι, να ζητούν απαλλαγή; Και γιατί τόση επιμονή να παρακολουθήσουν τα θρησκευτικά ακόμη και όσοι δεν το επιθυμούν; Γιατί εμφανώς τα θρησκευτικά είναι κατήχηση, χριστιανική κατήχηση, και το ξέρουμε όλοι, και όσοι θέλουν να συνεχιστεί είναι ακριβώς για να προσηλυτίζονται όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά.
Η δυνατότητα απαλλαγής από τα θρησκευτικά αντικατοπτρίζει την ανάγκη ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Η κυβέρνηση ως φορέας έκφρασης των αναγκών του λαού πολύ καλά έκανε και τη θέσπισε.
Η κρατική παιδεία όχι απλώς δεν χρειάζεται αλλά και δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνει καθόλου τα θρησκευτικά. Μέχρις όμως να φτάσουμε, ως οφείλουμε, στον πλήρη διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας, η δυνατότητα προαιρετικής απαλλαγής είναι ένα θετικό βήμα προς την αναγνώριση των δικαιωμάτων όσων ανθρώπων δεν επιθυμούν να δοθεί θρησκευτική παιδεία στο παιδί τους.